Ο ΣΟΦΟΚΛΗΣ ΓΙΑ ΤΟ ΧΡΗΜΑ

Τίποτε δεν υπάρχει στον κόσμο, πιο ολέθριο, πιο καταστροφικό από το χρήμα.
Γι αυτό γίνονται οι πιο άγριοι, οι πιο ματωβαμένοι πόλεμοι που ρημάζουν τον τόπο,
και αυτό ξεσπιτώνει τους ανθρώπους από τα σπίτια τους για να τους βυθίσει στην καταστροφή.
Το χρήμα είναι εκείνο που λερώνει με τη βρωμερή ακαθαρσία του αίσχους τις πιο αγνές παρθενικές ψυχές για να τις εξαφανίσει ολότελα αργότερα.

Το χρήμα ανάγκασε τον κόσμο να γίνει πανούργος και ασεβής,
κι όσοι πουλήθηκαν με χρήμα για να κατορθώσουν τους πιο πρόστυχους και αισχρούς σκοπούς, αυτοί δεν μπορεί, 
παρά μια μέρα, 
να πληρώσουν τα σπασμένα.

ΣΟΦΟΚΛΗΣ – ΑΝΤΙΓΟΝΗ


ΚΑΝΕ ΚΑΤΙ Ή ΒΟΥΛΩΣΕ ΤΟ

Αυτήν την την Τρίτη, ο Ελληνικός λαός (εμείς δηλαδή, εγώ και εσύ, όχι κάποιος άλλος), οφείλει να υποδεχθεί την κυρία Μέρκελ όπως της αξίζει.

Η αυτό θα κάνουμε, ή αλλιώς να το βουλώσουμε και να μην ξανά διαμαρτυρηθούμε για οτιδήποτε μας συμβεί.  Και όσα μας κάνουν, λίγα θα είναι.

Και μιας και θα βρεθούμε πολλοί άνθρωποι στο σύνταγμα, καλό είναι να εκμεταλλευτούμε την περίσταση και να κάνουμε και κάτι παραπάνω:

1. Αν μπορείς, αγόρασε (με περίπου πενήντα ευρώ) μια ντουντούκα και μίλα με αυτήν.  Μην επιτρέψεις στις κομματικές οργανώσεις να είναι οι μόνοι που θα έχουν φωνή.
Ακούγεται δύσκολο. Και είναι. Την πρώτη φορά. Ξεπέρασε το φόβο για τη γραφικότητα και πες την αλήθεια. Κάλεσε τους γύρω σου να αφήσουν τις κομματικές τους ταυτότητες και τις ιδεολογίες και να ενωθούμε όλοι μαζί οι Ελληνες. Πες τους ότι δεν είμαστε αριστεροί και δεξιοί και μπλε και κόκκινοι και μαύροι.  Πες τους ότι είμαστε ο Ελληνικός λαός. Και ότι τώρα αυτό που προέχει είναι να σώσουμε την πατρίδα μας. Τα άλλα θα τα βρούμε μετά. Θα βρούμε τον τρόπο να την φτιάξουμε. Μοναδική αλλά απαραίτητη προϋπόθεση είναι ο Ελληνικός λαός να αναλάβει την εξουσία. Και να εκδημοκρατίσει το πολίτευμα. Να καταργήσει το επάγγελμα που λέγεται πολιτικός και να το μετατρέψει σε λειτούργημα που θα ασκείται από τους καλύτερους και θα ελέγχεται από το λαό που είναι ο πραγματικός ιδιοκτήτης. Πες τους ότι είμαστε χώρα δυνατή και έξυπνος λαός και ότι αν πάρουμε την εξουσία στα χέρια μας η ζωή μας θα γίνει χίλιες φορές καλύτερη. Πες τους ότι δεν είναι όλοι οι Ελληνες φυγόπονοι καλοπερασάκηδες, φοροφυγάδες ρατσιστές. Πες τους ότι δεν είναι καθόλου έτσι. Πες τους ότι ο Ελληνικός λαός περιλαμβάνει εξαιρετικά παιδιά, που σήμερα το σύστημα ποδοπατά, και ότι μόλις εξασφαλίσουμε αξιοκρατία για τα παιδιά αυτά, η Ελλάδα θα λάμψει τόσο φωτεινά, που θα φωτίσει την ανθρωπότητα.

2. ΕΣΟ ΕΤΟΙΜΟΣ. Μη μου ‘ρθεις πάλι στο σύνταγμα σαν τουρίστας. Να είσαι έτοιμος. Χημικά θα πέσουν σίγουρα.  Πάρε μαζί σου μια μάσκα:
(http://thalamofilakas.blogspot.gr/2011/09/blog-post.html).
Φόρα μακρυμάνικα ρούχα. Αν έχεις μηχανή, μην ξεχάσεις το κράνος σου. Αν έχεις μπαστούνι, μην το αφήσεις σπίτι.

3. Τύπωσε αναρτήσεις που να είναι αφυπνιστικές και μοίρασε τις.  Μη νομίζεις ότι όλος ο κόσμος έχει επαφή με το ίντερνετ. Δεν έχει. Αυτήν εδώ την ανάρτηση δε νομίζω να την έχουνε διαβάσει πάνω από δυο χιλιάδες άτομα: http://anarmodios.blogspot.gr/2010/10/blog-post_04.html
Τύπωσε τέτοιες αναρτήσεις, όποιες θεωρείς εσύ και μοίρασε τις.  
Προσπάθησε να μην είναι ειδησεογραφικές.  Υπάρχει υπερπροσφορά ενημέρωσης.
Βρες άρθρα με απόψεις που δεν ακούγονται συχνά.
Αρθρα που μιλάνε για το πολίτευμα και την ολιγαρχία,
http://anarmodios.wordpress.com/read-me-first/
(μπορείτε να προσθέσετε πάρα πολλά άρθρα από το διαδίκτυο)
άρθρα για την απάτη με τα χρήματα,
π.χ. http://thalamofilakas.blogspot.gr/2010/11/300.html
(μπορείτε να προσθέσετε πάρα πολλά άρθρα από το διαδίκτυο)
αλλά κυρίως άρθρα με προτάσεις για το τι μπορούμε να κάνουμε μετά.
π.χ. http://thalamofilakas.blogspot.gr/2012/09/blog-post_23.html
(μπορείτε να προσθέσετε μερικά άρθρα από το διαδίκτυο)
Ο λαός μας χρειάζεται ένα όραμα.

4. Πάρε τηλέφωνο όλους σου τους γνωστούς Απαίτησε από τους φίλους σου να είναι εκεί. Ζήτησε τους να είναι εκεί, όχι γι αυτούς, αλλά για εσένα και τα παιδιά σου. Ζήτα τους να κλείσουν τα αναθεματισμένα τους μαγαζιά οι ίδιοι αυτοί, πριν τους τα κλείσουν άλλοι, και να έρθουν στο δρόμο χωρίς την ιδεολογία τους να απαιτήσουν μια χώρα ελεύθερη, πολιτισμένη και δημοκρατική.

ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΙΔΕΟΛΟΓΙΕΣ.

ΜΟΝΟ ΕΜΕΙΣ ΥΠΑΡΧΟΥΜΕ.

ΕΝΩΜΕΝΟΙ ΜΠΟΡΟΥΜΕ

ΖΗΤΩ Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΛΑΟΣ!

ΘΑΛΑΜΟΦΥΛΑΚΑΣ


ΠΡΟΣΟΧΗ ΣΤΟ ΣΑΝΟ

Ντροπή σας κύριοι ταξιτζήδες που κατεβήκατε στο δρόμο και τα κάνατε γυαλιά καρφιά όταν η κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι θα ανοίξει το επάγγελμα και όταν «το μαζέψανε» λουφάξατε στα κωλοταξί σας και τώρα κορνάρετε τους διαδηλωτές να κάνουν στην άκρη για να πάρετε την επόμενη κούρσα σας.

Ντροπή σας κύριοι αστυνομικοί που όταν η κυβέρνηση ανήγγειλε τα μέτρα που σας αφορούν βγήκατε αμέσως να «εμποδίσετε» τα ματ να χτυπήσουν τον κόσμο και τώρα που η κυβέρνηση «το μάζεψε» δε σας χαλάει καθόλου η καταστολή (των άλλων).

Ντροπή σας κύριοι απόστρατοι αξιωματικοί, «φύλακες της πατρίδας» που βγήκατε στο δρόμο όταν ανακοίνωσαν ότι θα σας μειώσουν τη σύνταξη και τώρα που «το μάζεψαν» ξαναγυρίσατε ήσυχοι στους καναπέδες σας να παρακολουθήσετε ζωντανά την αρένα.

Ντροπή σας κύριοι δάσκαλοι και καθηγητές που ο μόνος λόγος για τον οποίο βγαίνατε και βγαίνετε στο δρόμο είναι η μείωση του σανού και ποτέ σας δεν διαμαρτυρηθήκατε για την καταστροφή της παιδείας στη χώρα μας.

Ντροπή σας κύριοι νοσοκόμοι που βγήκατε στο δρόμο μόνον όταν ανακοινώθηκαν τα μέτρα που σας αφορούν χωρίς να δίνετε δεκάρα για το λειτούργημα που δεν μπορείτε πια να ασκήσετε.

Ντροπή μας Ελληνες που αφήσαμε την ολιγαρχική συμμορία να καταστρέψει την όμορφη χώρα μας και να καταντήσει την παιδεία των παιδιών μας στο σημείο να κινδυνεύει από έλλειψη δασκάλων, βιβλίων και πετρελαίου.

Ντροπή μας που αφήνουμε τη συμμορία να μεταχειρίζεται τους γέρους και τους ανήμπορους σαν άχρηστα σκουπίδια ενώ εμείς παρακολουθούμε έκθαμβοι την παρά-ολυμπιάδα ξαπλωμένοι στον καναπέ μας.

Ντροπή μας Ελληνες που βγαίνουμε στο δρόμο και βελάζουμε μόνον όταν οι τσομπάνηδες μειώνουν τη ΔΙΚΗ ΜΑΣ μερίδα από το σανό.

Ντροπή μας που είμαστε έτοιμοι να ξεπουλήσουμε την πατρίδα μας με τη σιωπή μας, αρκεί να μας αφήσουν μια τηλεόραση, έναν καναπέ και ένα πιάτο φαΐ.

Μέχρι να ξυπνήσουμε και να βγούμε στο δρόμο όχι σαν αριστεροί και δεξιοί, όχι σαν κόκκινοι και μαύροι, όχι σαν ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ, αλλά σαν Ελληνες, όλοι μαζί ενωμένοι σαν γροθιά, αποφασισμένοι να διεκδικήσουμε μια πατρίδα δυνατή και πολιτισμένη, δημοκρατική και δίκαιη,

μέχρι τότε,

προσοχή στο σανό.

Το δικό μας.

ΘΑΛΑΜΟΦΥΛΑΚΑΣ


Η ΚΟΜΜΑΤΟΚΡΑΤΙΑ ΩΣ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

Γιώργος Κοντογιώργης
1. Η έννοια της κομματοκρατίας1

Η έννοια της κομματοκρατίας ορίζει τη δομή και τη λειτουργία του πολιτικού φαινομένου σε μια φάση κατά την οποία το κομματικό σύστημα αυτονομείται και κυριαρχεί επί του τυπικού πολιτικού συστήματος, έτσι ώστε το πρώτο να καθορίζει τη λογική θεμελίωση και την πολιτική δυναμική του δεύτερου. Επομένως, η κομματοκρατία εντοπίζεται στο πολιτικό σύστημα όπου η προσέγγιση και, εννοείται, η συγκρότηση της πολιτικής γίνεται στο επίπεδο της εξουσίας, με την οποία αντιμετωπίζεται περίπου ως ένα ενιαίο ταυτολογικό όλον.

Συγκρατούμε τρεις συνιστώσες της κομματοκρατίας. Η πρώτη, συνδέεται με τη διαπίστωση ότι το πολιτικό σύστημα, που εισάγει ο Θεμελιώδης Χάρτης, υποχωρεί υπέρ ενός πραγματικού πολιτικού συστήματος, το οποίο ενσαρκώνει το κομματικό φαινόμενο. Οι καταστατικοί θεσμοί της πολιτείας, μεταβάλλονται σε θεσμούς τυπικής επιβεβαίωσης μιας πολιτικής κυριαρχίας, η οποία καθώς περιέρχεται ουσιαστικά στο κόμμα, λειτουργεί εν τέλει ως όχημα για τη χειραγώγησή τους.

Το κοινοβούλιο, η κυβέρνηση, το κράτος στο σύνολό του, αποτελούν ισάριθμες εκφάνσεις της πολιτικής διαδικασίας, που καλείται να επικυρώσει την πολιτική βούληση του κόμματος και, εν προκειμένω, του ηγετικού του πυρήνα. Με διαφορετική διατύπωση, οι θεσμοί αυτοί λειτουργούν ως εκτελεστικές προεκτάσεις του κομματικού κατεστημένου. Το κόμμα με την απορρόφηση του κράτους στο διατακτικό του, μεταλλάσσεται, από διαμεσολαβητής της κοινωνίας και διαχειριστής του πολιτικού συστήματος, σε επικαρπωτή της πολιτικής του βούλησης και, τελικά, σε νομέα της πολιτικής.

Προς την κατεύθυνση αυτή, θεμελιώδης υπήρξε ο εγκάρσιος έλεγχος των εξουσιών του κράτους από το κόμμα, μετά την ανθρωποκεντρική ομοιογενοποίηση της κοινωνίας και την καθιέρωση της καθολικής ψήφου. Το κόμμα, η πολιτική δύναμη που επιτυγχάνει την πλειοψηφία στις εκλογές, καταλαμβάνει κατά τρόπο αδιαίρετο την πολιτική εξουσία. Η ίδια η λογική της εκλογικής πλειοψηφίας2 προϋποθέτει ότι για να σχηματισθεί τελικά κυβέρνηση (η αρχή της ‘εκτελεστικής’ εξουσίας) πρέπει να ελέγχεται το κοινοβούλιο (η αρχή της ‘νομοθετικής’ εξουσίας) από την ίδια πολιτική δύναμη. Οπότε όμως και η διάκριση μεταξύ κράτους και κόμματος γίνεται ουσιαστικά δυσδιάκριτη και στο επίπεδο της διοίκησης και της δικαιοσύνης (η λεγόμενη ‘δικαστική’ εξουσία), ιδίως εκεί όπου το διακύβευμα είναι πολιτικό ή υπεισέρχεται το άμεσο συμφέρον του κόμματος. Η συναρθρωτική λειτουργία πολιτικής κυριαρχίας και κομματικής ηγεμονίας αποτελεί γενική αρχή από την οποία δεν διαφεύγει ούτε το πολιτικό σύστημα που συνηγορεί υπέρ της πολυκομματικής εξουσίας ή, με ορισμένες ιδιαιτερότητες, το λεγόμενο προεδρικό σύστημα.

Το φαινομενικά παράδοξο, αλλά καθόλα λογικό για τη νεοτερικότητα, είναι ότι οι Θεμελιώδεις Χάρτες επιμένουν, παρόλ’αυτά, είτε να αγνοούν παντελώς το κομματικό φαινόμενο είτε να το προσεγγίζουν χαλαρά, μολονότι γίνεται γενικώς αποδεκτό ότι ακόμη και αν δεν μεταλλάσσεται σε κομματοκρατία, παίζει εκ των πραγμάτων ένα ρόλο καταλύτη στη λειτουργία του πολιτικού συστήματος3. Συναφής προς την προσέγγιση αυτή του κομματικού φαινομένου είναι και η διαπίστωση ότι το κόμμα αν και είναι θεσμός που ενσαρκώνει το πολιτικό σύστημα, δεν υποβάλλεται στις αρχές του τελευταίου. Αφήνεται έτσι στους συσχετισμούς τόσο ως προς την εσωτερική του οργάνωση όσο και ως προς τις πολιτικές του λειτουργίες. Οπότε, αναπόφευκτα και το πολιτικό σύστημα γίνεται κατ’αναλογίαν αυταρχικό ή προσωποπαγές και, σε κάθε περίπτωση, ακραιφνώς προσωποκεντρικό. Εντέλει, ως φορέας της πολιτικής εντολής, αναγνωρίζεται, καταρχήν, ο ηγέτης κι όχι το κόμμα.

Η δεύτερη συνιστώσα της κομματοκρατίας, αφορά τις λειτουργίες του κομματικού φαινομένου στο πολιτικό σύστημα, δηλαδή τη σχέση μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής. Η σχέση αυτή στο πολιτικό σύστημα της νεοτερικότητας είναι προ-αντιπροσωπευτική και πιο συγκεκριμένα διαμεσολαβητική. Είναι προ-αντιπροσωπευτική διότι στο πολιτικό της σύστημα δεν συντρέχει η αντιπροσωπευτική αρχή.  Ούτε η ιδιότητα του εντολέα ούτε ο σκοπός της πολιτικής αφήνονται στο κοινωνικό σώμα, ώστε σε αυτή τη βάση να οικοδομηθεί η συνάντηση μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής. Η ιδιότητα του εντολέα κατέχεται εξ ολοκλήρου από το εντολοδόχο κράτος, ενώ ο σκοπός της πολιτικής αναφέρεται στο ‘έθνος’, στο ‘γενικό’ ή στο ‘δημόσιο’ συμφέρον, όχι όμως στη βούληση ή στο συμφέρον της κοινωνίας. Το κράτος, η πολιτική τάξη, αντιπροσωπεύει το έθνος όχι την κοινωνία. Είναι, πιο συγκεκριμένα, διαμεσολαβητική, με την έννοια ότι οι δυνάμεις που παρεμβάλλονται ανάμεσα στην κοινωνία και στο κράτος, που ενσαρκώνει το πολιτικό σύστημα, δεν ορίζονται ως αντιπροσωπευτικές, ούτε ως προς τη δομή ούτε ως προς τις λειτουργίες που εκπληρώνουν. Ως προς τη δομή τους, δεν διέπονται από την αντιπροσωπευτική αρχή και, βεβαίως, δεν διαθέτουν άμεση αντιπροσωπευτική νομιμοποίηση. Όταν δεν διακινούν ίδια συμφέροντα, αναλαμβάνουν ρόλους αυτόκλητης διαμεσολάβησης, προκειμένου να αποκτήσουν πρόσβαση στη ‘συγκυβέρνηση’ του κράτους. Η κοινωνία, επομένως, είναι για τη νεοτερικότητα ιδιωτική και, οπωσδήποτε, δεν αποτελεί συστατικό στοιχείο της πολιτείας4.

Εφόσον συντρέχουν οι ανωτέρω συνιστώσες, που συγκροτούν την ισορροπία μεταξύ της ιδιωτικής κοινωνίας, των δυνάμεων της διαμεσολάβησης και του κράτους/σύστημα, το κομματικό σύστημα εκπληρώνει έναν θεμελιώδη ρόλο στη διαχείριση του πολιτικού συστήματος, που θα μπορούσε ίσως να αποδοθεί ως κομματαρχία. Ο ρόλος όμως αυτός δεν αντίκειται και, πολλώ μάλλον, δεν ανατρέπει τον χαρακτήρα της νεοτερικής πολιτείας. Θα λέγαμε μάλιστα ότι η ανάπτυξη ενός πρωτογενούς πεδίου διαμεσολάβησης (των εξω-πολιτειακών ομάδων πίεσης ή συμφερόντων) στο περιβάλλον του πολιτικού συστήματος, θα μπορούσε να αντισταθμίσει, ως ένα βαθμό, την πολιτική αχειραφεσία της κοινωνίας και να οδηγήσει, συγχρόνως, στον υποβιβασμό του κόμματος σε έναν λειτουργό διαιτησίας και σύνθεσης (η έννοια της ‘διακυβέρνησης’ αντί της ‘κυβέρνησης’) των πολιτικών του κράτους.

Τι είναι λοιπόν αυτό που θα μετέβαλε το κόμμα από κομματαρχία σε κομματοκρατία; Απαιτείται, οπωσδήποτε, η συνδρομή των ανωτέρω δύο συνιστωσών, που τοποθετούν την κοινωνία στην ιδιωτική σφαίρα και ορίζουν το πολιτικό σύστημα ως θεμελιωδώς κυρίαρχο, δηλαδή ως την ενσάρκωση του κράτους και, επέκεινα, ως μη αντιπροσωπευτικό (η έννοια της ‘διαμεσολαβημένης κοινωνίας’). Στο πλαίσιο αυτό, είναι απολύτως αναγκαία η ανατροπή της νομιμοποιητικής βάσης που συνέχει τη διχοτομία μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής, η οποία μπορεί να επισυμβεί μόνον με μια υψηλή πολιτική ανάπτυξη της κοινωνίας. Εν προκειμένω, είναι απαραίτητη η ύπαρξη μιας κοινωνίας που να αυτο-προσδιορίζεται, όχι πια ως κοινωνία-ιδιώτης, αλλά ως κοινωνία-εντολέας, δηλαδή ως συντελεστής πολιτικής αντιπροσώπευσης, ενώ την ίδια στιγμή το πολιτικό σύστημα θα την τοποθετεί εκτός πολιτικού συστήματος και, μάλιστα, σε ένα περιβάλλον διαμεσολάβησης.
Τούτο σημαίνει ότι η κοινωνία έχει αποβάλει την α-πολιτική της φυσιογνωμία, που προσιδιάζει στην εποχή της πρώιμης ανθρωποκεντρικής οικοδόμησης και αποτυπώνεται πολιτικά ως αγελαία προσκύρωση στο διαμεσολαβητή-προστάτη (στο κόμμα, στο συνδικάτο, στην ομάδα πίεσης, στο ‘κίνημα’ κ.λπ). Στον αντίποδα της αγελαίας πολιτικής συμπεριφοράς, η πολιτική ατομικότητα προαναγγέλλει ήδη την ασυμβατότητα του μη αντιπροσωπευτικού συστήματος με το πολιτικό ανάπτυγμα της κοινωνίας ή, αλλιώς, την αμφισβήτηση της διαμεσολαβητικής λειτουργίας των ομάδων συμφερόντων και του παραδοσιακού κομματικού συστήματος.
Συγχρόνως, θέτει ως προαπαιτούμενο την έκπτωση των ιδεολογιών της ανθρωποκεντρικής πρωτο-οικοδόμησης (σοσιαλιστικές, φιλελεύθερες που απορρέουν από την αρχή της ταύτισης ιδιοκτησίας-συστήματος κ.λπ.) και τη συνάντηση των συντελεστών της κοινωνίας με τα προβλήματα ενός καθαρά  μετα-φεουδαλικού ανθρωποκεντρικού περιβάλλοντος.

2. Κομματοκρατία και νεοτερικότητα
Τη διαχείριση της παλαιάς κοινωνικής και πολιτικής τάξης πραγμάτων, που συνάπτεται με την ανθρωποκεντρική πρωτο-οικοδόμηση, ανέλαβαν βασικά οι πολιτικές δυνάμεις, που συγκρότησαν το κομματικό σύστημα. Η διαφοροποίησή τους, ως προς τη φύση και το εύρος του νέου (ανθρωποκεντρικού) συστήματος, θα τις τοποθετήσει, αναλόγως, από την πλευρά της ‘συντήρησης’, που θα υπερασπισθεί την ηγεμονία της αστικής τάξης, ή από την πλευρά της ‘προόδου’, που θα επαγγελθεί την ενσωμάτωση στο σύστημα και των ‘μη προνομιούχων’ κοινωνικών του συντελεστών, με γνώμονα μια πλέον ισόρροπη τάξη δικαιοσύνης ή, ενδεχομένως, μια πλήρως εξισωτική οικονομικά προοπτική. Η οποία, εντούτις, συνδυάσθηκε με το πρόταγμα της μεταφοράς της οικονομικής ιδιοκτησίας στο κράτος/σύστημα.

Ώστε, ο ιδεολογικός και ταξικός προσδιορισμός του κομματικού φαινομένου εκφράζει, στην πραγματικότητα, διαστάσεις μιας ενιαίας διαδικασίας, που κατατείνει, τελικά, στην οικοδόμηση του νέου, μετα-φεουδαλικού, ανθρωποκεντρικού περιβάλλοντος. Η διαδικασία αυτή θα ολοκληρωθεί, ως  προς την πρώτη φάση της, μόλις προς το τέλος του 20ου αιώνα. Περίπου ένα αιώνα μετά τη γενίκευση της καθολικής ψηφοφορίας, που εισήγαγε την τυπική ιδιότητα του πολίτη, και δύο αιώνες αφότου οι διακηρύξεις περί των δικαιωμάτων του ανθρώπου διαμόρφωσαν το πλαίσιο της πολιτικής βούλησης των κοινωνιών να αποτινάξουν τη φεουδαλική δεσποτεία5.

Κατά τούτο, το κομματικό φαινόμενο εμφανίζεται πολιτικά αδιαμφισβήτητο και, μάλιστα, εξακολουθεί να εκπληρώνει μιαν οργανική λειτουργία, συναφή προς τη φύση του πολιτικού συστήματος. Θα λέγαμε μάλιστα ότι το κομματικό σύστημα κινήθηκε μπροστά από αυτό, καθώς, παρά την πρόταξη από το τελευταίο σκοπών της πολιτικής, μη συμβατών, όπως είδαμε, με την κοινωνική βούληση, δεν έπαψε να συναντάται με την κοινωνία δια μέσου της κοινής ιδεολογίας και, οπωσδήποτε, ως εκ της εκλογικής του νομιμοποίησης και της θέσης του ως προστάτη-καθοδηγητή και εκπροσώπου-διαμεσολαβητή στο επίπεδο της εξουσίας. Η λειτουργία αυτή του κομματικού φαινομένου το υπέτασσε ασφαλώς στη λογική του νεοτερικού πολιτικού συστήματος, αποτρέποντάς το να μετεξελιχθεί σε πλήρη κομματοκρατία.

Η σχετική ‘άνδρωση’ σημαντικών θυλάκων της κοινωνίας, συνεπεία της ανάπτυξης των ανθρωποκεντρικών της παραμέτρων (όπως η ‘χρηματιστική’ οικονομία, το επικοινωνιακό σύστημα κ.λπ), θα οδηγήσει στην αναδιαμόρφωση του πεδίου διαμεσολάβησης, υπέρ των πρωτογενών κοινωνικών ομάδων και σε βάρος του κομματικού συστήματος. Η έννοια της ‘διαμεσολαβημένης κοινωνίας’ που πολιτικά εκφράζεται με το πρόταγμα της ‘διακυβέρνησης’, αναδεικνύεται ουσιαστικά, συντοχρόνω με την έκπτωση των ιδεολογιών της ανθρωποκεντρικής πρωτο-οικοδόμησης και την επικράτηση μια καθαρά διαχειριστικής αντίληψης της πολιτικής. Σε κάθε περίπτωση, όμως, η πολιτική εξακολουθεί να προσεγγίζεται ως ‘επιχειρησιακή’ έννοια. Η κοινωνία ως ολότητα, αν και έχει αποστασιοποιηθεί από την προγενέστερη αγελαία αντίληψη της πολιτικής της λειτουργίας, δεν παύει να αυτο-προσλαμβάνεται ως ιδιώτης. Η πολιτική της ατομικότητα υπολείπεται σημαντικά για να ενσωματώσει την ιδιότητα του εντολέα.

Ώστε, η έννοια της ‘διακυβέρνησης’ υποδηλώνει ότι, στην «μετα-ιδεολογική» εποχή, το κόμμα δεν γίνεται αποδεκτό ως μονοσήμαντος διαχειριστής του κράτους. Οι δυνάμεις της πρωτογενούς διαμεσολάβησης διεκδικούν τη συμμετοχή τους στη διαχείριση της πολιτικής εξουσίας, καθώς αυτή προοιωνίζεται μια σαφώς καλύτερη θέση στη στοχοθέτηση του δημοσίου συμφέροντος και στην αναδιανομή του ‘κοινού’ αγαθού. Με άλλα λόγια, η εποχή της ‘διαμεσολαβημένης κοινωνίας’ και της ‘διακυβέρνησης’ ανήκει σε ένα προγενέστερο στάδιο από εκείνο της κομματοκρατίας, στο μέτρο που στην τελευταία, η κοινωνία συμπεριφέρεται ήδη, όπως προ-ειπώθηκε, πολιτικά ως εντολέας, μολονότι το σύστημα της αρνείται την ιδιότητα αυτή.

Καταλήγουμε, λοιπόν, ότι η έννοια της ‘διαμεσολαβημένης κοινωνίας’ προσιδιάζει σε μια προ-πολιτική και, οπωσδήποτε, ιδιωτική κοινωνία, η οποία λειτουργεί μεν αποτρεπτικά στην ολοκληρωτική ή αυταρχική ιδιοποίηση του κράτους (από το κόμμα ή από άλλους θύλακες εξουσίας), δεν εξωθεί όμως άμεσα στη μετάβαση από την κομματαρχία στην κομματοκρατία. Άλλωστε, αυτή καθεαυτή η έννοια της κομματοκρατίας έρχεται σε σύγκρουση με το ‘διακυβερνητικό’ επιχείρημα των πρωτοβάθμιων διαμεσολαβητικών ομάδων, καθώς οι φορείς της, οι πολιτικές δυνάμεις, διεκδικούν μιαν άμεση δικτύωση με την κοινωνία6.

Αν όμως η κομματοκρατία δεν προσιδιάζει στη φάση ωριμότητας και, συνεπώς, στο καθεστώς ασυμβατότητας της νεοτερικής κοινωνίας με το πολιτικό της σύστημα, το ελληνικό παράδειγμα, που εκκολάφθηκε στο περιβάλλον του κράτους έθνους, αντιθέτως, αποτελεί την κορυφαία εκδήλωσή της.
Κατά τούτο, έχει ενδιαφέρον να διερευνήσει κανείς κατά πόσον οι κοινωνίες της νεοτερικότητας είναι αναπόφευκτο να διέλθουν από τη φάση της κομματοκρατίας, ή μέλλεται το σύστημα αυτό να αποτελέσει μιαν απλώς ελληνική ιδιαιτερότητα. Οπότε, όμως, το ερώτημα που εγείρεται είναι γιατί αυτό εμφανίζεται στην νέο-ελληνική περίπτωση.

Η απάντηση στα ερωτήματα αυτά, επιβάλουν πρωταρχικά τη συνειδητοποίηση του γεγονότος ότι η σχέση μεταξύ του κόμματος και της διαθέτουσας πολιτική ατομικότητα κοινωνίας, στο μέτρο που δεν  εμπραγματώνεται με πρόσημο την αντιπροσωπευτική αρχή, είναι εξωπολιτειακή και, οπωσδήποτε, άνιση. Διαμορφώνεται δηλαδή όχι εντός του πολιτικού συστήματος, υπό το πρίσμα της συνάντησης του εντολέα και του εντολοδόχου, οπότε η σύνολη κοινωνία θα προσλαμβανόταν ως πολιτειακά συγκροτημένο σώμα και, κατ’επέκταση, ως δήμος, αλλά ως εξω-πολιτειακή σχέση που συνέχει τον κάτοχο του πολιτικού συστήματος και τον ‘πολίτη υπήκοο’ ή ‘πολίτη ιδιώτη’. Στο πλαίσιο αυτό, όπου η ιδιότητα του εντολέα κατακρατείται επίσης από τους φορείς του κράτους/συστήματος, η πολιτική λειτουργία αποβαίνει εξαιρετικά δυσμενής για τον πολίτη, αφού συναντάται με την πολιτική εξουσία αποστερημένος από τη θεσμική βάση της πολιτειότητας και, ουσιαστικά, μόνον κατά τη στιγμή της εκλογικής διαδικασίας. Ώστε, στην κομματοκρατία δεν συντρέχει η απλή πελατειακή σχέση ή, αλλιώς, μια παρεκκλίνουσα συμπεριφορά από τον κανόνα του πολιτικού συστήματος. Η σχέση πελατείας αποβαίνει συστατικό γνώρισμα του πολιτικού συστήματος, γίνεται η ίδια σύστημα, ταυτολογικά ισοδύναμο της κομματοκρατίας.

3. Η κομματοκρατία ως «κινούν αίτιο» του πολιτικού συστήματος.
Το κομματικό φαινόμενο, στο μέτρο που μετεξελίσσεται από παράγοντας του πολιτεύματος σε πολιτικό σύστημα, ορίζεται διττώς, δυνάμει τόσο της πολιτικής κυριαρχίας που πράγματι ασκεί, όσο και του αντικειμένου ή του σκοπού της πολιτικής που επικαλείται.

Η κομματοκρατία προσεγγίζει την πολιτική με όρους αποκλειστικής νομής. Η έννοια της νομής στην πολιτική δεν εξομοιώνεται εξορισμού με την ιδιοποίησή της. Παραπέμπει σε μια ευρύτερη αναδιανεμητική πρόταση, η οποία δεν αναφέρεται αμέσως στα θεμέλια του συστήματος (τις σχέσεις ιδιοκτησίας, τη φύση της κοινωνίας, κλπ.), όπως στην περίπτωση του ταξικού ή ιδεολογικού προτάγματος. Επικεντρώνεται, κυρίως, στη διαχείριση του κοινωνικού γίγνεσθαι και στην (ανα-) διανομή του «δημόσιου» αγαθού, στο πλαίσιο ενός περιβάλλοντος πολιτικών ισορροπιών, όπου τα μέλη του κοινωνικού σώματος διαπλέκονται συστατικά με τους συντελεστές των πολιτικών δυνάμεων, κατά τρόπο διαρκή, που υπερβαίνει την απλή εκλογική συγκυρία.
Ώστε, η κομματοκρατία, ως πολιτικό σύστημα, μεταθέτει ευρέως το επίκεντρο της πολιτικής λειτουργίας από το περιβάλλον του δημοσίου χώρου, που ενσαρκώνει το κράτος, στην περιοχή του αθέσμιτου πεδίου της πολιτικής, το οποίο ο δημόσιος χώρος, υποτασσόμενος καλείται να υπηρετήσει.

Η προβολή του πολιτικού συστήματος, στη θέση του κράτους, υπονοεί μεν μια διαφορετική, πλέον ενεργή, σχέση κοινωνίας και πολιτικής, δεν αναιρείται όμως, στη φάση αυτή, η λογική της πολιτικής κυριαρχίας της εξουσίας, η οποία ενσαρκώνει σωρευτικά τις ειτουργίες του εντολέα και του εντολοδόχου. Συνεπάγεται, με άλλα λόγια, τη μετατόπιση του πεδίου της πολιτικής προς την κατεύθυνση της κοινωνίας, η οποία για να εμπραγματωθεί, προϋποθέτει ένα υψηλό ανάπτυγμα της πολιτικής ατομικότητας των μελών της.

Το κοινωνικό σώμα, από την πλευρά του, δεν αρκείται στην έμμεση, δηλαδή μέσω τρίτου, πολιτική συμμετοχή, η οποία επιπλέον συντελείται αθέσμητα στις παρυφές, όχι εντός του συστήματος. Απορρίπτει, επομένως, την πρόσληψη της πολιτικής εξουσίας ως συμφυούς γνωρίσματος της ιδιοσυστασίας του, η οποία ανήκει, εν είδει ιδιοκτησίας, στο κράτος.

Στο πλαίσιο αυτό, η συνάντηση της μη αντιπροσωπευτικής φύσης της πολιτικής εξουσίας και της αντιπροσωπευτικής λογικής της κοινωνίας, συνηγορούν εν τέλει για την υποβάθμιση του ρόλου της πρωτογενούς διαμεσολάβησης. Η μεν κοινωνία επιλέγει την άμεση όσμωση των μελών της με τους φορείς της εξουσίας, οι δε φορείς της πολιτικής εξουσίας την άμεση διαπραγμάτευση της θέσης τους με τον πολίτη–ψηφοφόρο. Συγχρόνως το κόμμα αρνείται απολύτως την εισαγωγή της αντιπροσωπευτικής αρχής στο πολιτικό σύστημα, διότι η τελευταία υπονομεύει το θεμέλιο της πολιτικής του ηγεμονίας, υποβάλλοντας το πολιτικό προσωπικό και την πολιτική εξουσία στη συντεταγμένη πολιτειακά συλλογική βούληση του εντολέα, δηλαδή του δήμου.
Άρα η μετάβαση στην κομματοκρατία υπονοεί ότι το κοινωνικό σώμα έχει σαφώς διέλθει το στάδιο της ιδιώτευσης και, περαιτέρω, της εξω-συστημικής ή διαμεσολαβημένης αντίληψης της πολιτικής ‘συμμετοχής’, βιώνοντας άμεσα την έννοια της πολιτικής αγοράς. Η διαφορά είναι θεμελιώδης: Στο προ-αντιπροσωπευτικό σύστημα, η πολιτική λειτουργία της κοινωνίας είναι είτε αγελαία και συναινετική στις δυνάμεις της διαμεσολάβησης, είτε θεραπεύουσα την πολιτική ατομικότητα και, κατ’επέκταση, προσήλυτος του πελατειακού συστήματος. Αντιθέτως, στο αντιπροσωπευτικό σύστημα, η πολιτική εξουσία (ο εντολοδόχος) υποβάλλεται καταφανώς στη συγκροτημένη πολιτειακά κοινωνική βούληση (στον εντολέα). Η πολιτειακή συγκρότηση της κοινωνίας αποτελεί εντέλει το φυσικό περιβάλλον για να λειτουργήσει συλλογικά η πολιτική ατομικότητα7.

Κατά τούτο, η κομματοκρατία λειτουργεί παραμορφωτικά έναντι του ιδεατού τύπου του πολιτικού συστήματος της νεοτερικότητας. Στη φάση αυτή, οι μεν ομάδες της πρωτογενούς διαμεσολάβησης συνθλίβονται ανάμεσα στην πολιτικά αναπτυγμένη κοινωνία και στους φορείς της πολιτικής ενσάρκωσης του κράτους, η δε κοινωνία αποσυντίθεται ως συλλογικότητα, ‘μοριοποιείται’ πολιτικά, προκειμένου να λειτουργήσει η προσωπική σχέση μεταξύ πολίτη και πολιτικού.

4. Καταβολές και θεμέλια της κομματοκρατίας.
Η διαφοροποίηση, στον ευρωπαϊκό χώρο, του πραγματικού έναντι του τυπικού πολιτικού συστήματος, δεν φαίνεται να συνδυάζεται με μια σχετική έστω μεταβολή της κομματαρχίας σε κομματοκρατία. Αντιθέτως, όλα δείχνουν ότι εφεξής οικοδομείται, με ολοένα ταχύτερους ρυθμούς, το ιδεολογικό και πραγματολογικό πεδίο της απομείωσης του κομματικού φαινομένου, που συγκεκριμενοποιείται με τη μετάβαση από την ‘κυβέρνηση’ στη ‘διακυβέρνηση’ του πολιτικού συστήματος του κράτους. Αντιθέτως, η κομματοκρατία εμφανίζεται ως το κρατούν πολιτικό σύστημα στην Ελλάδα του 19ου και ευρέως του 20ου αιώνα. Υπό την έννοια αυτή, η κομματοκρατία μπορεί να χαρακτηρισθεί ως μια καθαρά ελληνική υπόθεση.

Κατά τούτο, παρουσιάζει ξεχωριστό ενδιαφέρον η απομόνωση ορισμένων από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της ελληνικής κοινωνίας και του πολιτικού της συστήματος, που αποτέλεσαν το «θερμοκήπιο» του φαινομένου της κομματοκρατίας.

Συγκρατούμε ιδίως τα εξής τέσσερα:

Πρώτον, την αναγνώριση εξαρχής, στο πλαίσιο του ελληνικού κράτους έθνους, ως καθολικού του δικαιώματος της ψήφου, δηλαδή της στοιχειώδους ιδιότητας του πολίτη. Η αναγνώριση αυτή δεν υπήρξε απόρροια μιας υπέρμετρης γενναιοδωρίας της πολιτικής τάξης, αλλά το αποτέλεσμα της γενικής ανθρωποκεντρικής κατάστασης, που, όπως θα δούμε στη συνέχεια, βίωνε η ελληνική κοινωνία πριν από την εθνοκρατική της μεταστέγαση. Λίγο αργότερα, το 1832, στη Μεγάλη Βρετανία μόλις το 7% του άρρενος πληθυσμού είχε δικαίωμα ψήφου, ενώ στη Γαλλία μολονότι η αρχή θα εισαχθεί τυπικά το 1848, πράγματι δεν θα λειτουργήσει πριν από το τέλος του αιώνα8. Η καθολική ψήφος, και, ουσιαστικά, η ιδιότητα του πολίτη, θα γενικευθεί στις ευρωπαϊκές χώρες μόλις κατά τις δύο πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα.

Οίκοθεν νοείται ότι έως τις μέρες μας η ιδιότητα του πολίτη εξακολουθεί να συνδέεται κυρίως με το κράτος και μόνον εμμέσως με το πολιτικό σύστημα. Ανάγεται, επομένως, στο ‘ανήκειν’ στο κράτος κι όχι σε μια εταιρική σχέση με την πολιτεία9. Η διαπίστωση αυτή, αν συνδυασθεί με τον εν γένει σκοπό της πολιτικής που συνείχε τις ευρωπαϊκές κοινωνίες την περίοδο αυτή, μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι την ίδια στιγμή που οι ευρωπαϊκές κοινωνίες αναλώνονταν σε κοινωνικούς και πολιτικούς αγώνες για την ανθρωποκεντρική τους οικοδόμηση (για την απόσειση της φεουδαρχίας και την οικοδόμηση της ανθρωποκεντρικής κοινωνίας), το πρόταγμα της ελληνικής κοινωνίας ήταν εστιασμένο σε σαφώς μετα-πρωτοανθρωποκεντρικές στοχοθεσίες.

Δεύτερον, το κομματικό σύστημα, στο πλαίσιο αυτό, απέκτησε από την πρώτη στιγμή μια διαστρωματική αναφορά (άρα συγκροτήθηκε σε μη ταξικές βάσεις) και υπήρξε ως προς το σκοπό της πολιτικής, που κλήθηκε να υπηρετήσει, ακραιφνώς μετα-ιδεολογικό. Απέβλεπε, επομένως, στη λειτουργία ενός (ανθρωποκεντρικού) συστήματος που προϋπήρχε κι όχι στην εξαρχής συγκρότησή του. Ο ιδεολογικός πολιτικός λόγος και η ταξική επιλογή, με την πρώιμη ανθρωποκεντρική και, ως εκ τούτου, νεοτερική έννοια του όρου, είναι ουσιαστικά άγνωστοι στο νεοελληνικό σύστημα του κράτους έθνους. Ουδέποτε το κόμμα θα διανοηθεί να λειτουργήσει «απελευθερωτικά» και, μάλιστα, ως πολιτικός καθοδηγητής της κοινωνίας ή, έστω, των κατώτερων στρωμάτων της.

Τρίτον, με άλλα λόγια, το κοινωνικό σώμα διαθέτει μια, χωρίς συγκριτικό περιθώριο, κοινωνική και πολιτική ανάπτυξη. Η ανάπτυξη αυτή, προφανώς, δεν συνδέεται με το οικονομικό ή το βιοτικό επίπεδο του πληθυσμού συνέχεται με το ιστορικό του κεκτημένο, στο οποίο η ελευθερία θεμελιώνει μια ισχυρή συνάφεια, πέραν της ατομικής, με την κοινωνική και πολιτική κατάσταση του ανθρώπου. Έχει ενδιαφέρον να προσεχθεί ότι η ίδια η κοινωνικοποίηση ενός εκάστου μέλους της ελληνικής κοινωνίας συντελείται μέσω της πολιτικής του αναφοράς, κι όχι αντιστρόφως.

Στον αμέσως προ-εθνοκρατικό ελληνικό πολιτικό πολιτισμό η έννοια του δημοσίου αποτελεί ταυτολογία του πολιτειακά συγκροτημένου κοινωνικού σώματος, κι όχι του κράτους, η πολιτική περιγράφεται ως ‘κοινό’. Όταν η ελληνική ορολογία διατείνεται ότι ο πολίτης ‘έχει λόγο στα κοινά’, υπονοεί ότι έχει αποφασιστική αρμοδιότητα κι όχι απλώς ‘δικαίωμα (εξωθεσμικού) λόγου’, με τη νεοτερική έννοια του όρου. Η κληρονομιά αυτή, δεν θα αποτρέψει την ελληνική κοινωνία να συμπεριφέρεται πολιτικά και υπό το προ-αντιπροσωπευτικό πολιτικό σύστημα του κράτους- έθνους ως εάν κατέχει την ιδιότητα του εντολέα. Ουδέποτε θα συμβιβασθεί με το καθεστώς της κοινωνίας-ιδιώτη, στο οποίο την προορίζει το πολιτικό σύστημα της μετα-φεουδαλικής νεοτερικότητας10.

Οι προκαταρκτικές αυτές επισημάνσεις απαντούν ασφαλώς στο ερώτημα γιατί η κομματοκρατία αποτελεί υπόθεση της ελληνικής κοινωνίας και, αντιστρόφως, γιατί δεν απαντάται στις ευρωπαϊκές κοινωνίες, μολονότι οι τελευταίες ομολογείται ότι τοποθετούνται στην ηγεσία της νεότερης ανθρωποκεντρικής εξέλιξης. Η αναγωγή της διαφοροποίησης αυτής στις διαφορετικές καταβολές των ευρωπαϊκών χωρών και, γενικότερα του νεότερου κόσμου, σε σχέση με τις ελληνικές κοινωνίες, παραπέμπουν στο διαφορετικό δρόμο από τον οποίο εισήλθαν, οι μεν και οι δε, στο ανθρωποκεντρικό κοσμοσύστημα μεγάλης κλίμακας. Για τις ευρωπαϊκές χώρες, το κράτος – έθνος αποτέλεσε το φυσικό περιβάλλον για τη μετάβασή τους από τη δεσποτική ‘κοινωνία υποκειμένων’ στην ανθρωποκεντρική κοινωνία των πολιτών. Κάθε βήμα προς την κατεύθυνση αυτή συνιστούσε και ένα αντίστοιχο βήμα προς την απελευθέρωση του ατόμου και του κοινωνικού όλου από τη φεουδαλική δεσποτεία. Η γένεση της μη δεσποτικής πολιτειακής κοινωνίας αποτελεί μια θεμελιώδη κατάκτηση.

Το κόμμα, στο πλαίσιο αυτό, θα κληθεί να υπηρετήσει, όπως είδαμε, το σκοπό του κράτους, υπό την οπτική γωνία της ανθρωποκεντρικής μετάβασης μιας εκάστης των κοινωνικών τάξεων.
Αντιθέτως, οι ελληνικές κοινωνίες θα προσέλθουν στο ανθρωποκεντρικό κοσμοσύστημα ήδη από την κρητο-μυκηναϊκή αρχαιότητα και θα ενσαρκώσουν σταθερά, δηλαδή αδιάρρηκτα, τη δυναμική του, έως τις παρυφές του 20ου αιώνα. Πολιτειακό θεμέλιο του ανθρωποκεντρικού αυτού κοσμοσυστήματος είναι η «πόλη», είτε ως ανεξάρτητο κράτος είτε ως αυτόνομη πολιτεία στο πλαίσιο της οικουμενικής κοσμοπολιτείας, που επικράτησε από τους αλεξανδρινούς χρόνους. Ώστε, το πολιτειακό ολοκλήρωμα της «πόλης», συνεχίζει να αποτελεί τη δεσπόζουσα πραγματικότητα και κατά την περίοδο αμέσως πριν από τη γένεση του νεοελληνικού κράτους. Γι’ αυτό και όλα τα προτάγματα που συνάπτονται με την παλιγγενεσία, επαναστατικά και μη, κατά τους 18ο και 19ο αιώνες, αποβλέπουν, όχι στην απόσειση της φεουδαρχίας και στην εγκαθίδρυση ενός ημι-δεσποτικού ή, έστω, εθνικού τύπου κράτους, αλλά, ουσιωδώς, στην αποκάθαρσή του ελληνικού κοσμοπολιτειακού συστήματος από τις οθωμανικές επιβαρύνσεις.

Συμπεραίνουμε λοιπόν ότι η πολιτική ανάπτυξη της ελληνικής κοινωνίας είναι κληρονομημένη, συνέχεται με τη βαθιά ανθρωποκεντρική φύση του συστήματος των ‘κοινών’ που δέσποζε πριν από το κράτος έθνος, εν αντιθέσει προς τις ευρωπαϊκές κοινωνίες που αναπτύσσονται σταδιακά με την είσοδό τους στον ανθρωποκεντρισμό –με όχημα τις κοινότητες-, στο περιβάλλον του δεσποτικού κράτους και μετέπειτα του κράτους έθνους. Η θεμελιώδης αυτή διαφορά της ελληνικής κοινωνίας, σε σύγκριση με το νεότερο κόσμο, ο οποίος συναντάται για πρώτη φορά με το ανθρωποκεντρικό κεκτημένο, ουσιαστικά, μόλις στη διάρκεια του 19ου αιώνα και, ιδίως, υπό την καθαρά έννοια του όρου, τον 20ο αιώνα, εξηγεί και τις προμνημονευθείσες ιδιαιτερότητες της πρώτης. Η ταξινόμηση των ιδιαιτεροτήτων αυτών στην περιοχή της ‘καθυστέρησης’ δεν αναιρεί το γεγονός ότι η νεοτερικότητα θα οδηγηθεί πολύ αργότερα στην υιοθέτησή τους11.

Τέταρτον, οι έννοιες του δημοσίου χώρου, του δημοσίου συμφέροντος, του κοινωνικού συμβολαίου και άλλες συναφείς, η αρχή της απορρόφησης του πολιτικού συστήματος από το κράτος, καθώς και η μονοσήμαντη πολιτική κυριαρχία της κεντρικής εξουσίας, που συνδυάζεται με τη μη αντιπροσωπευτική της αναφορά, εμφανίζουν μια εξαιρετικά δύσκολη σταδιοδρομία στο νεοελληνικό πολιτικό σύστημα. Ο πολίτης, μολονότι θα αποστερηθεί του πολιτειακού του υπόβαθρου, θα εξακολουθήσει να συμπεριφέρεται έναντι του πολιτικού ως εάν διαθέτει ακόμη την ιδιότητα του εντολέα και, μάλιστα, της πολιτικής αυτονομίας. Η συμπεριφορά αυτή, είχε ως συνέπεια να υπενθυμίζει στον κάτοχο της εξουσίας του κράτους ότι, εντούτοις, η νομιμοποιητική του βάση, ο σκοπός της ψήφου και, κατ’επέκταση, της πολιτείας, είναι διαφορετική από εκείνη που προσιδιάζει στη φύση του κράτους/πολιτικού συστήματος.

Συγχρόνως, έννοιες όπως το «κοινό», που αποδίδει, όπως είδαμε, την πολιτειακή κοινωνία (αντί της κρατικής ιδιοποίησης του δημοσίου χώρου) και την κοινωνική συνάρτηση του σκοπού της πολιτικής, αποφάσκουν προς κάθε εξομοίωση του πολιτικού φαινομένου και του πολιτικού συστήματος με το κράτος. Η «ομόνοια» ή η «φιλία» συγκροτούν το πεδίο της συνάντησης των μελών της κοινωνίας, αντί της ‘συναίνεσης’ που παραπέμπει στη διαθεσιμότητα της κοινωνίας στις πολιτικές του κράτους.
Η πολιτειακή ταυτότητα με τις πολυσήμαντες εκφορές της, μολονότι θα συνθλιβεί υπό την επήρεια της μοναδικής εθνικής ή κρατικής ταυτότητας, που θα εισαγάγει η ανάγκη της νεοτερικότητας να υπερβεί το φεουδαλικό της έρμα και να οικοδομήσει τις θεμελιώδεις ανθρωποκεντρικές παραμέτρους (π.χ. την οικονομική συσσώρευση εντός του κράτους), θα εξακολουθήσει να αποτελεί μη ομολογημένη, αλλά σημαίνουσα πτυχή της νεοελληνικής πολιτικής ζωής. Τα ανωτέρω εξηγούν γιατί η ίδια η πολιτική τάξη, δεν θα πάψει, εν τέλει, να νομιμοποιείται σε ένα κλίμα διαρκούς αμφισβήτησης, καθόσον, αποστερημένη από το ταξικό ή το ιδεολογικό επιχείρημα των κοινωνιών της μετάβασης, που αποβλέπει στην πρωτο-ανθρωποκεντρική τους υποστασιοποίηση (εν οίς και την κατάκτηση της ιδιότητας του ατελούς έστω πολίτη), θα κληθεί να αρθρώσει τον πολιτικό της λόγο με επίκεντρο το αναδιανεμητικό πρόταγμα του «κοινού».

Η ιδιαιτερότητα αυτή του ελληνικού πολιτικού συστήματος και, κατ’ επέκταση, το γεγονός ότι εμφανίζεται να βιώνει πολιτικές λειτουργίες και πρακτικές, που προσιδιάζουν σε μια φάση προκεχωρημένη της ανθρωποκεντρικής ανάπτυξης, πολύ πριν από τις χώρες που τοποθετούνται στην πρωτοπορία της λεγόμενης νεοτερικότητας, αποκτά ξεχωριστή σημασία για τη μελέτη γενικότερα του πολιτικού φαινομένου. Πολλώ μάλλον αφού η Ελλάδα, σε σύγκριση με την ευρύτερη ελληνική κοινωνία και τις χώρες της νεοτερικότητας, παρουσιάζει μια σαφή υστέρηση ως προς τις οικονομικές  της επιδόσεις – που θεωρούνται ορθώς γενεσιουργές της πολιτικής ανάπτυξης – και, μάλιστα, κατέχει μια εντελώς περιθωριακή θέση στο διεθνές σύστημα.

Ιδωμένο υπό ένα διαφορετικό πρίσμα, το ελληνικό παράδειγμα διδάσκει ότι η κατάλυση ενός θεσμικού και πολιτειακού περιβάλλοντος, όπως εκείνο του ελληνικού κοσμοσυστήματος που γέννησε και συντήρησε τον πολιτικό άνθρωπο ως αυτοσυνειδητή ή και ως αυτόνομη πολιτική οντότητα, δεν επιφέρει δια μιας και την εξάλειψη των αντίστοιχων νοοτροπιών και της πολιτικής λογικής τους12. Ήταν φυσικό να συνεχίσουν να αποτελούν καθοριστικές παραμέτρους της μετέπειτα εθνοκρατικής πολιτικής ζωής και, ως εκ τούτου, να προσαρμόσουν το πρώιμο ανθρωποκεντρικά πολιτικό σύστημα στο διατακτικό τους. Οπωσδήποτε, η κομματοκρατία, υπό τις διάφορες εκφάνσεις της, θα αποτελέσει τη συνισταμένη της αρθρωτικής αυτής λειτουργίας της σχέσης μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής και, υπό μιαν άλλη άποψη, τη «σταθερά» του νεοελληνικού πολιτικού συστήματος. Του πρώτου ιστορικά και του μακροβιότερου, στο πλαίσιο του κράτους έθνους, κοινοβουλευτικού πολιτεύματος, με όρους καθολικής ψηφοφορίας.

5. Η κομματοκρατία, ανάμεσα στην επιβεβαίωση και στην αναίρεση.
Παρατηρήσαμε ήδη ότι όσο πλησιάζουμε στο τέλος του 20ου αιώνα, διαπιστώνεται εμφανέστερα η σταδιακή μετάβαση των νεοτερικών κοινωνιών σε μια ιδεολογική και πολιτική ατομικότητα, η οποία όμως όχι μόνο δεν θέτει σε άμεση αμφισβήτηση, τη λογική του διαμεσολαβητικού συστήματος, αλλ’αντιθέτως μεσοπρόθεσμα την ενισχύει. Και τούτο διότι η πολιτική αυτή ατομικότητα είναι ακόμη πρώιμη, με την έννοια ότι προσιδιάζει σε ένα προ-αντιπροσωπευτικό στάδιο της πολιτικής εξέλιξης του ανθρώπου. Επομένως, συλλαμβάνεται να μην επαρκεί για να εγείρει, από μόνη της, ζήτημα μεταστέγασης του πολίτη στο καθεστώς του εντολέα. Είναι προφανές ότι στη φάση αυτή, όχι μόνο δεν προαναγγέλλεται η μετάβαση στην κομματοκρατία, αλλά, όπως ήδη υπαινιχθήκαμε, αμφισβητείται η ίδια η θέση του κομματικού φαινομένου ως κομματαρχίας από τις δυνάμεις της πρωτοβάθμιας διαμεσολάβησης.

Συγχρόνως, φαίνεται ότι τη μετάβαση στην κομματοκρατία δεν διευκολύνει η ανάδειξη του νέου τεχνοδικτυακού επικοινωνιακού περιβάλλοντος, στο μέτρο που καθόλες τις ενδείξεις, προσφέρεται μακροχρόνια για τη δημιουργία των προϋποθέσεων που θα οδηγήσουν στη μορφολογική μετεξέλιξη του κρατούντος πολιτικού συστήματος, προς μια πλέον αντιπροσωπευτική εκδοχή του. Η διευκρίνηση αυτή προσλαμβάνεται ως σημαίνουσα, δεδομένου ότι υποβάλει τη σκέψη ότι η κομματοκρατία προσιδιάζει σε κοινωνίες που μολονότι βιώνουν ήδη ένα ανθρωποκεντρικά ανώτερο στάδιο χειραφέτησης, ομοθετικό τουλάχιστον της αντιπροσωπευτικής αρχής, οδηγούνται, για λόγους που δεν είναι του παρόντος, να υιοθετήσουν ένα πρώιμο ή προ-αντιπροσωπευτικό σύστημα.

Όντως, κατά τη φάση της ανθρωποκεντρικής οικοδόμησης, στο κράτος της μεγάλης κοσμοσυστημικής κλίμακας, η ανάδειξη του νέου τεχνοδικτυακού συστήματος επικοινωνίας, προκαλεί θεμελιωδώς και, οπωσδήποτε, διευκολύνει τη διεύρυνση του πεδίου της πολιτικής. Η έννοια του πεδίου της πολιτικής είναι, όπως είδαμε, κεφαλαιώδης για την προσέγγιση της πρωτογενετικής μορφολογικής μετάλλαξης του πολιτικού και, ειδικότερα, του κομματικού φαινομένου στην εποχή μας. Χαρακτηρίζεται, εν προκειμένω, από τη διάχυση του ουσιώδους της πολιτικής δυναμικής, από τον κλειστό χώρο της θεσμημένης πολιτικής εξουσίας, στην περιοχή της κοινωνίας, η οποία διάχυση προκαλεί, με τη σειρά της, την αναγκαστική ενσωμάτωση του κοινωνικού σώματος στην πολιτική διαδικασία. Στην προ-τεχνοεπικοινωνιακή εποχή της ‘πόλης’, η ενσωμάτωση αυτή γινόταν με όρους φυσικής συνάντησης του πολίτη με τον πολιτικό. Η μετάβαση όμως στην τεχνολογία της επικοινωνίας έχει ως συνέπεια η προσωπική πολιτική σχέση να οικοδομείται με πρόσημο την ‘εικονική’ διαμεσολάβηση, στο επίπεδο της οποίας άλλωστε αναπτύσσεται και ο διαλεκτικός πολιτικός λόγος. Εφεξής, η πολιτική σχέση αποπροσωποποιείται – ως φυσική συνάφεια – συγχρόνως όμως εμπραγματώνεται με όρους πολιτικής ατομικότητας. Ωστόσο, στο μέτρο που η διάχυση του πολιτικού στο κοινωνικό δεν οδηγεί στη συλλογική θέσμηση του τελευταίου εν είδει πολιτειακού υποκειμένου, η πολιτική, πέραν του κράτους, αναπτύσσεται ως δυναμική κι όχι ως διαδικασία, δηλαδή σε επίπεδο συσχετισμών δύναμης και ευρέως στην περιοχή του παρασκηνίου.

Με άλλα λόγια, ενώ το νέο επικοινωνιακό περιβάλλον επικαλείται μια άμεση διαλεκτική σχέση του πολιτικού με το κοινωνικό, που προαναγγέλλει την πολιτική χειραφέτηση του ατόμου και εμπραγματώνει τη διεύρυνση του πεδίου της πολιτικής, εντούτοις η σχέση αυτή αναιρείται, πράγματι, από τον προ-αντιπροσωπευτικό χαρακτήρα του πολιτικού συστήματος. Κατά τούτο, μπορούμε να πούμε ότι η μετάβαση στην εποχή της τεχνολογίας της επικοινωνίας, συνδυασμένη με τη συντήρηση του νεοτερικού πολιτικού συστήματος, συντελεί ώστε η πελατειακή σχέση του πολιτικού με τον πολίτη αποδυναμώνεται και στη θέση της υπεισέρχεται η πελατειακή σχέση του πολιτικού προσωπικού με τις δυνάμεις της ιδιωτικής διαμεσολάβησης. Αντί της αντιπροσωπευτικής κυβέρνησης, οι νεοτερικές κοινωνίες επιλέγουν την, πλέον οικεία σ’αυτές, διαμεσολαβημένη ‘διακυβέρνηση’.

Η αντίφαση αυτή, που αναδεικνύει σε όλη της την έκταση ο ακραίος δυϊσμός ανάμεσα στο πραγματικό και στο τυπικό πολιτικό σύστημα, δεν υποδηλώνει ότι το παρασκήνιο και οι σχέσεις δύναμης κατελάμβαναν προηγουμένως μια υποδεέστερη θέση στη λειτουργία του συστήματος. Απλώς, κατά τη φάση αυτή, εκτίθενται ολοένα και περισσότερο στο «προσκήνιο» του δημοσίου χώρου και, ως εκ τούτου, συντρέχει αμεσότερα η νομιμοποιητική αιτία της αμφισβήτησής τους.

Για την κατανόηση της εξέλιξης αυτής έχει ενδιαφέρον να παρακολουθήσει κανείς, εν είδει παραδείγματος, τις μεταλλάξεις του τηλεχώρου. Όντως, ο τηλεχώρος στις χώρες ιδίως της νεοτερικότητας προσεγγίζεται ουσιωδώς ως μέσον ενημέρωσης, μολονότι ήδη επισημαίνεται η λειτουργία του «μέσου» ως πεδίου της πολιτικής. Η ‘κομματοκρατία’, στο πλαίσιο αυτό, πριν ακόμη γεννηθεί, γίνεται όμηρος των δυνάμεων της ‘διαμεσολαβημένης κοινωνίας’ και, μάλιστα, του τηλεκρατικού κατεστημένου, το οποίο, επωφελούμενο από την προσέγγιση του «μέσου» με όρους ιδιωτικής οικονομίας (όπου ο ιδιοκτήτης ενσαρκώνει το σύστημα), κατορθώνει να καθυποτάξει το κατεξοχήν κοινό αγαθό, την πολιτική, στις επιταγές της ιδιοκτησίας. Η διαχείριση της πολιτικής στον τηλεχώρο, υπό το πρίσμα της ιδιωτικής ιδιοκτησίας, είναι, βασικά, απόρροια των συντηρητικών εμμονών της νεοτερικότητας, η οποία αρνείται να διακρίνει σ’αυτόν λειτουργίες πεδίου της πολιτικής και, συνεπώς, να τον υπαγάγει στο κανονιστικό διατακτικό του πολιτικού συστήματος13. Στο πλαίσιο αυτό, η πολιτική τάξη, παρόλον ότι αποκαθιστά έναν απευθείας διάλογο με την κοινωνία, ο διάλογος αυτός διέρχεται κατά το ουσιώδες από την τεχοδικτυακή επικοινωνία και, ως εκ τούτου, υπόκειται στις δουλείες που υπαγορεύει το συμφέρον του τηλεκρατικού κατεστημένου, το οποίο είναι πλέον ή εμφανές ότι έχει μεταβάλει την πολιτική τάξη σε πελάτη της.

Οι πραγματικότητες αυτές προδιαγράφουν ακριβώς και την προοπτική. Για την ελληνική κοινωνία το δίλημμα εξακολουθεί να τίθεται με όρους προσαρμογής της στο νεοτερικό κανόνα της ‘διαμεσολαβημένης κοινωνίας’ και, επέκεινα, της ‘διακυβέρνησης’, κι όχι της εναρμόνισης του πολιτικού συστήματος με την αντιπροσωπευτική αρχή. Έτσι, το αίτημα του πολιτικού εκσυγχρονισμού επικεντρώνεται στη μετάβαση από ένα σύστημα πελατείας που συνέχει την κοινωνία με την πολιτική, σε ένα σύστημα πελατείας, που εξαρτά την πολιτική και, εννοείται, το πολιτικό σύστημα, από τις δυνάμεις της πρωτογενούς διαμεσολάβησης.

Σε ένα γενικότερο πλαίσιο, η αναγγελία του τέλους της ιστορίας έχει πράγματι έναν προφητικό χαρακτήρα, αλλά προς την αντίθετη κατεύθυνση από εκείνη που οραματίσθηκαν οι εμπνευστές της. Προαναγγέλλει το τέλος των συστημάτων μη αντιπροσωπευτικής εξουσιαστικής κυριαρχίας και, συγκεκριμένα, την απογύμνωση του κατεστημένου διαμεσολαβητικού συστήματος από τη «δημοκρατική» του νομιμοποίηση. Η δημοκρατία, ως διακεκριμένη τυπολογική κατηγορία, απορρίπτει απολύτως την αρχή της εξουσιαστικής θέσμισης της πολιτικής και, ασφαλώς, είναι ασύμβατη με τη ‘διαμεσολαβημένη’ ή την ‘αντιπροσωπευομένη κοινωνία’. Κατά την ίδια έννοια που και η ‘διαμεσολαβημένη κοινωνία’ τοποθετείται στον αντίποδα της αντιπροσώπευσης. Η προβληματική ακριβώς αυτή αναδύεται, κατά τη γνώμη μας, ως προοπτική, από το περιβάλλον της κρίσης, που καταγράφεται ήδη από το τέλος του 20ου αιώνα, και στο πλαίσιο αυτό, από τη δυναμική της υπέρβασης των αυστηρών διαμεσολαβητικών συστημάτων.

Το ζήτημα, εν κατακλείδι, στην εποχή μας, δεν περιορίζεται στην ανάγκη να γεφυρωθεί το χάσμα ανάμεσα στην κυρίαρχη πολιτική εξουσία (και στους φορείς της) και στην κοινωνία. Το πρόταγμα αυτό, η συστοίχιση ή η αντιστοίχιση πολιτικής και κοινωνικής βούλησης, θα συνεχίζει να έχει θεωρητική απλώς αξία, ενόσω το πολιτικό, ως αποφασιστική διαδικασία, εναποτίθεται στην εξουσία και στις δυνάμεις της διαμεσολάβησης, ενώ το κοινωνικό σώμα τοποθετείται ουσιαστικά εκτός συστήματος, στην ιδιωτική σφαίρα. Θα λέγαμε μάλιστα ότι η προβληματική αυτή θα ήταν απλώς ρητορική, εάν το νέο επικοινωνιακό περιβάλλον της τεχνολογίας δεν προανήγγειλε ήδη τη γένεση των υλικών προϋποθέσεων για την οικοδόμηση, στο πλαίσιο του εδαφικού κράτους, μιας νέας σχέσης μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής, με πρόσημο την αντιπροσώπευση.

Το ζητούμενο της πολιτικής μετάβασης προδικάζει, ούτως ή άλλως, την περαιτέρω μετεξέλιξη του κομματικού συστήματος και, συγκεκριμένα, τον μετασχηματισμό του, από θεσμό διαχείρισης της πολιτικής εξουσίας, σε θεμελιώδη συντελεστή των «αντικειμένων λόγων», ήτοι της πολιτικής ρητορικής, στο πεδίο μιας πολιτικής αγοράς, όπου ουσιώδης συντελεστής – και άρα συνομιλητής – της πολιτικής, θα ήταν όχι οι δυνάμεις της διαμεσολάβησης, αλλά η πολιτειακά συντεταγμένη κοινωνία. Αναγγέλλει την κοινωνία ως συλλογικότητα που ορίζει το σκοπό της πολιτικής κι όχι την κοινωνία πελάτη.

Σήμερα, το ενδιαφέρον της κομματοκρατίας, σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, έγκειται στη διαπίστωση της δυσαρμονίας μεταξύ του προ-πολιτικού και, οπωσδήποτε, μη αντιπροσωπευτικού πολιτικού της συστήματος, και της πολιτικής ανάπτυξης της κοινωνίας. Στο μέτρο που η ελληνική κοινωνία μεταβλήθηκε σε προσάρτημα της νεοτερικότητας, το ζητούμενο γι’ αυτήν ήταν η α-πολιτική οπισθοδρόμηση κι όχι η μεταστέγασή της στη μεγάλη κοσμοσυστημική κλίμακα, διατηρώντας ταυτόχρονα το δημοκρατικό κεκτημένο της μικρής κλίμακας. Κατά τούτο, η κομματοκρατία εμφανίζεται ως ακραιφνώς ελληνική ιδιαιτερότητα, που ενόσο ενσωματώνεται στο κλίμα της νεοτερικότητας υποχωρεί, τείνοντας να εκλείψει. Συγχρόνως, οι εκδηλώσεις της τουλάχιστον στην ευρωπαϊκή ήπειρο, αποτελούν απλώς μια ήπια μεταβατική εκδήλωση του πολιτικού συστήματος, που συνδυάζεται με τη λογική της διαμεσολαβημένης πολιτικής εξουσίας.

1 Το κείμενο αυτό είναι η ανακοίνωση του συγγραφέα στο συνέδριο «Αντιπολιτικές στάσεις και αντικομματικά συναισθήματα», που οργάνωσε το Πάντειο Πανεπιστήμιο σε συνεργασία με το Ίδρυμα Friedrich Ebert στην Αθήνα στις 23-24 Νοεμβρίου 1996. Δημοσιεύθηκε στα Τετράδια Πολιτικής Επιστήμης, 4/2004. Με το κείμενο αυτό συγκροτείται για πρώτη φορά η έννοια της κομματοκρατίας και η θεωρητική θεμελίωση του περιεχομένου της. Τα τελευταία χρόνια θα γνωρίσει μια ενδιαφέρουσα σημειολογικά σταδιοδρομία μεταξύ των κύκλων της ελληνικής διανόησης. Στον ελληνικό 19ο αιώνα, η πραγματικότητα της κομματοκρατίας αποδιδόταν με τον όρο “βουλευτοκρατία”. Βλέπε σχετικά, το έργο μου, “Ο Δημήτρης Βικέλας και ο πόλεμος του 1897”, στο Η Μελέτη, Αθήνα, 2010, τ. Ε, σελ. 545-565. Για τη σταθερά αυτή του πολιτικού συστήματος και την αιτιολογία της βλέπε επίσης, το έργο μου Η δημοκρατία ως ελευθερία. Δημοκρατία και αντιπροσώπευση, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα, 2007, σελ. 689 επ.

2 Οίκοθεν νοείται ότι η αρχή της πλειοψηφίας, όπως και κάθε άλλη πολιτική αρχή, υπόκειται στις διακυμάνσεις της εξελικτικής συγκυρίας. Ως αρχή της δημοκρατίας λειτουργεί διαρρυθμιστικά στο πλαίσιο της διαδικασίας λήψεως των αποφάσεων. Επομένως, αναφέρεται σε συγκεκριμένο αντικείμενο για το οποίο το όλον, εν προκειμένω η Εκκλησία της Πολιτείας, εκδηλώνει το ενδιαφέρον της να αποφανθεί. Η εκλογική λειτουργία της αρχής της πλειοψηφίας, στο πλαίσιο της δημοκρατίας, αφορά σε «αρχές»,δηλαδή σε αξιώματα, με περιορισμένη εκτελεστική ή διοικητική αρμοδιότητα. Υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, οι «αρχές» αυτές – που βεβαίως ως επί το πλείστον είναι κληρωτές – είναι συλλογικές, έχουν σαφώς προσδιορισμένο και εξαιρετικά περιορισμένο χρόνο εντολής, είναι ανά πάσα στιγμή ελεγκτές από τον εντολέα και, αυτονόητα, ελευθέρως ή απεριορίστως ανακλητές. Επιπλέον, η αρχή της πλειοψηφίας δεν εφαρμόζεται μεταξύ των μελών του σώματος των αντιπροσώπων, το οποίο οφείλει να αποφασίζει ομοφώνως. Υπό το πολιτικό σύστημα της εξουσιαστικής κυριαρχίας (του κράτους-συστήματος), όπως είναι ιδίως το διαμεσολαβημένο ή, ορθότερα, προ-αντιπροσωπευτικό, η αρχή της πλειοψηφίας – δηλαδή η λειτουργία της ψήφου – έχει αποκλειστικό πεδίο εφαρμογής την ανάδειξη, μεταξύ των ‘μονομάχων’, του κατόχου της πολιτικής εξουσίας. Τούτο σημαίνει ότι ενώ η απόφανση – η πλειοψηφία – είναι στιγμιαία και, συνεπώς, όπως κάθε τάση του εκλογικού σώματος, υπόκειται σε συνεχείς διακυμάνσεις, προσλαμβάνεται ως εντολή διαρκείας, την οποία μάλιστα ο «εντολοδόχος» δύναται να τη διαχειρίζεται ελευθέρως. Δεν υπόκειται ούτε στον έλεγχο, ούτε σε διορθωτική παρέμβαση, ούτε σε ανάκληση εκ μέρους του εντολέως. Οι αρμοδιότητες του τελευταίου είναι περιοριστικά οροθετημένες έτσι ώστε να μην διαταράσσεται η λογική και το περιβάλλον της κυρίαρχης πολιτικής εξουσίας. Υπό την έννοια αυτή, η αρχή της πλειοψηφίας, αποβαίνει απλώς διαρρυθμιστική της πολιτικής αντιπαλότητας και, συνακόλουθα, νομιμοποιητική του κατόχου και των επιλογών της πολιτικής εξουσίας.

3 Οι Θεμελιώδεις Χάρτες άρχισαν ουσιαστικά να αναγνωρίζουν την ύπαρξη του κομματικού φαινομένου μόλις μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Σε κάθε περίπτωση, το κομματικό φαινόμενο, αν και αποτελεί, δυνάμει, έναν από τους καταστατικούς συντελεστές του πολιτικού συστήματος, αυτοεξαιρείται από την εφαρμογή της αρχής του πολιτεύματος. Το κόμμα θεωρείται αυτονόητο ότι μπορεί να οργανώνεται και να λειτουργεί με βάση τους συσχετισμούς, στο εσωτερικό του και κατέναντι της κοινωνίας, όντας, αναλόγως, προσωποπαγές ή αυταρχικό ή να συνιστά μια κλειστή λέσχη συμφερόντων, και παρόλ’ αυτά να εκλαμβάνεται ως προσδιοριστικό στοιχείο του πολιτικού συστήματος. Ευλόγως, άλλωστε, αφού η ίδια η λογική του πολιτικού συστήματος βασίζεται στην αρθρωτική λειτουργία των συσχετισμών δύναμης στο επίπεδο της εξουσίας. Τούτο εξηγεί, επίσης, γιατί το κομματικό φαινόμενο μπορεί να επενεργεί αναιρετικά σε μια σειρά από καίριες αρχές του πολιτεύματος (η αυτονομία του βουλευτή, το εκλέγειν και εκλέγεσθαι του κοινωνικού σώματος, η πολιτική οντότητα του πολίτη, κ. α.), χωρίς ωστόσο να ευαισθητοποιεί τους αμυντικούς του μηχανισμούς. Η εξαίρεση του κόμματος – και, ευρύτερα, του πολιτικού προσωπικού – από την πολιτειακή αρχή και, συνακόλουθα, από την ίδια τη δικαιϊκή νομιμότητα, υποδεικνύει ακριβώς ποιο είναι το κυρίαρχο στοιχείο του πολιτεύματος. Στο σύστημα διαμεσολάβησης αλλά υπό μιαν έννοια και στο αντιπροσωπευτικό σύστημα εξουσιαστικής κυριαρχίας, η πολιτική τάξη και ο θεσμικός της φορέας, η πολιτική δύναμη, τίθενται υπεράνω του νόμου, ενώ ο πολίτης, ως ατομική και ως συλλογική πολιτική έκφραση, αποτελεί το αποκλειστικό, σχεδόν, υποκείμενο δικαίου. Αντιθέτως, στη δημοκρατία, ο πολίτης, υπό όλες του τις εκφάνσεις, καταγράφεται ως η δεσπόζουσα συνιστώσα του πολιτικού συστήματος, ενώ η πολιτική τάξη, τοποθετείται ως υπόλογος, ακόμη και για τη «ρητορική» της λειτουργία, υπό τη δικαιϊκή ομβρέλα του της πολιτείας.

4 Για το πολιτικό διατακτικό της νεοτερικότητας, βλέπε, H. Lefebvre, Introduction à la modernité, Paris, 1962. Maurice Barbier, La modernité politique, PUF, Paris, 2000. Bernard Manin, Principes du gouvernement représentatif, Paris, 1995. S.Hall, D.Held, A.McGrew, Η νεοτερικότητα σήμερα. Οικονομία, κοινωνία, πολιτική, πολιτισμός, Αθήνα, Σαββάλας, (1992)2003. Για την έννοια της ‘διαμεσολαβημένης κοινωνίας’ ή, όπως παραπλανητικά επικράτησε να αποκαλείται ελληνικά, της ‘κοινωνίας πολιτών’), βλέπε Adam Seligman, The Idea of Civil Society, Free Press, Macmillan Inc. (USA), 1992. Ernst Gellner, Η κοινωνία πολιτών και οι αντίπαλοί της. Συνθήκες ελευθερίας, Αθήνα, Παπαζήσης, (1994)1996. Αντώνης Μακρυδημήτρης, Κράτος και κοινωνία πολιτών, Αθήνα, 2002.

5 Για ορισμένα καίρια ερμηνευτικά προβλήματα της περιόδου αυτής, βλέπε Guy Haarscher, Mario Telo (επιμ.), Μετά τον κομμουνισμό, Αθήνα, Παπαζήσης, (1993) 1997.

6 Κατά τούτο διαφέρει, επίσης, η κομματοκρατία από τον κομματικό ολοκληρωτισμό, που απαντάται στις μεσο-ευρωπαϊκές κοινωνίες την περίοδο του μεσοπολέμου. Το κόμμα και εδώ επενδύεται ουσιαστικά τον ρόλο του πολιτικού συστήματος, όμως απουσιάζει, εν προκειμένω, η κοινωνία, η οποία αντιμετωπίζεται ως ‘μάζα’ κι όχι ως πολιτικός συντελεστής. Το θεμελιώδες αυτό κενό, που στην Ευρώπη επιδιώχθηκε να καλυφθεί με την υπεισέλευση της ‘διαμεσολαβημένης κοινωνίας’ εξηγεί ωστόσο γιατί στην ελληνική κοινωνία το ολοκληρωτικό φαινόμενο δεν μπόρεσε να ευδοκιμήσει. Βλέπε σχετικά, Γ.Κοντογιώργη, Το αυταρχικό φαινόμενο. 4η Αυγούστου, 21η Απριλίου. Ερμηνευτικές προσεγγίσεις. Αθήνα, Παπαζήσης, 2003.

7 Περισσότερα στις εργασίες μου, «La démocratie comme liberté», D.Damamme (Dir.), La démocratie et l’Europe, Paris, L’Harmattan, 2004. « Identité nationale, identité politéienne et citoyenneté à l’époque de la ‘mondialisation’ », Maria Manuela Tavares Ribeiro (Dir), Europa em Mutaçao : Cidadania, Identidades, Diversidade Cultural, Coimbra, 2003. « Démocratie et représentation. La problématique de la liberté et la typologie du politique », Anna Krasteva (Dir), Conflits, Confiance, Démocratie, Sofia, 2004. Επίσης το βιβλίο μου, Πολίτης και πόλις. Έννοια και τυπολογία της πολιτειότητας, Αθήνα, Παπαζήσης, 2004.

8 Βλέπε σχετικά, R.Huard, La naissance du parti politique en France, Paris, Presses de sciences po, 1996.

9 Για το ζήτημα αυτό, Γ.Κοντογιώργη, όπ.παρ.

10 Για τις ερμηνευτικές αυτές προσεγγίσεις της ελληνικής κοινωνίας, βλέπε τις εργασίες μου, «Η Ελλάδα τον 20ο αιώνα. Κοινωνία και πολιτική», Λ.Βάσσης (επιμ.), Η Ελλάδα στο γύρισμα του αιώνα, Αθήνα, 2000. «La Grèce du politique » και « La Grèce moderne. Un paradigme national issu du cosmosystème hellénique », Pôle Sud, 18/2003.

11 Υπό την έννοια αυτή, η ενδιάθετη βούληση της ελληνικής νεοτερικότητας να αποδίδει την μη ανταποκρισιμότητα του νεοελληνικού κράτους στις προσδοκίες της ελληνικής κοινωνίας, στην τουρκοκρατία, συνομολογεί είτε την αδυναμία της να κατανοήσει τη φύση των εξελίξεων που συνέβησαν στην διάρκεια των τελευταίων αιώνων, είτε την πρόθεσή της να παρασιωπήσει τις καταλυτικές επιπτώσεις που είχε ο τρόπος της μετάβασης της ελληνικής κοινωνίας από το ανθρωποκεντρικό κοσμοσύστημα μικρής κλίμακας στο ομόλογό του της μεγάλης κλίμακας. Βλέπε σχετικά, τη μελέτη μας, Νεοτερικότητα και πρόοδος, Αθήνα, Κάκτος, 2000.

12 Ομοίως, η μετάβαση των ευρωπαϊκών κοινωνιών από τη δεσποτεία στον ανθρωποκεντρισμό, δεν συνεπάγεται αυτομάτως ούτε την ολοκληρωτική απόσειση του δεσποτικού τους απόβαρου ούτε την αυτόματη βίωση μιας μετα-πρώιμης ή αλλιώς ολοκληρωμένης ανθρωποκεντρικής πραγματικότητας. Για το ζήτημα της κοσμοσυστημικής τυπολογίας της ανθρωποκεντρικής εξέλιξης, βλέπε Γ.Κοντογιώργη, «Προλεγόμενα για μια κοσμοσυστημική θεώρηση του ιστορικού γίγνεσθαι», Δημ. Κούτρα (επιμ.), Φιλοσοφία της ιστορίας και του πολιτισμού, Αθήνα, 2003 του «Η πολιτική ως αντικείμενο της πολιτικής επιστήμης (στη διδασκαλία και την έρευνα)», Στ. Αλεξανδρόπουλος (επιμ.), Προοπτικές των κοινωνικών επιστημών στην Ελλάδα, Ρέθυμνο, 1999, σελ. 175-227. ιδίως δε το έργο μας, Το ελληνικό κοσμοσύστημα, όπ.παρ. και όπως παραπάνω…

13 Γ.Κοντογιώργη, «Μέσα επικοινωνίας και δημοκρατία», Λ.Βάσσης (επιμ.), Μέσα επικοινωνίας και πολιτισμός, Αθήνα, 2004.

Πηγή:anarxikostrapezitis.blogspot.com
Το είδα στο χωνί.


ΕΝΑΣ ΠΟΛΕΜΟΣ ΓΙΑ ΤΟ ΜΥΑΛΟ ΣΟΥ

Συνείδηση είναι η νοητική δυνατότητα ενός οργανισμού η οποία του επιτρέπει, σε προέκταση των αισθήσεών του, να γνωρίζει και να κατανοεί τον εαυτό του, το περιβάλλον του, τα συμβαίνοντα γύρω του και μέσα του και να έχει το δυνατόν την αίσθηση της «θέσης» και της σημασίας του στον κόσμο καθώς και του αντίκτυπου των πράξεών του.

(http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A3%CF%85%CE%BD%CE%B5%CE%AF%CE%B4%CE%B7%CF%83%CE%B7)

Παρακαλώ να ακούσετε με προσοχή τα λόγια του Ζμπίγκνιου, διότι πρόκειται για άτομο, που είναι τόσο επικίνδυνο όσο δείχνει το όνομα του και η μούρη του. Διετέλεσε σύμβουλος εθνικής ασφάλειας επί χρόνια και είναι συνιδρυτής της τριμερούς επιτροπής (trilateral commision – http://www.trilateral.org) μαζί με τον , Ντέηβηντ Ρόκφέλερ (David Rockefeler).
(http://en.wikipedia.org/wiki/Zbigniew_Brzezi%C5%84ski)


ΤΑ ΠΟΥΡΑ ΤΩΝ ΤΡΑΜΠΟΥΚΩΝ

Την Κυριακή που μας πέρασε, το Βήμα δημοσίεψε ένα άρθρο του κ. Θ. Πάγκαλου, στο οποίο ο πρώην υπουργός επιχειρεί μια εσφαλμένη και επικίνδυνη, κατά τη γνώμη μου, ταύτιση των «δύο άκρων», του Σύριζα και της Χρυσής Αυγής. Θα δώσω ένα απόσταγμα παγκαλικής σοφίας για να πάρετε μια ιδέα: Αν ο κύριος Μιχαλολιάκος και οι μαυροφορεμένοι του είναι τα SS, τότε ο κύριος Τσίπρας και τα παρδαλά στίφη του είναι τα SA με όρους Βαϊμάρης.
Ωστόσο, επειδή εδώ εμείς προτιμάμε να λεξιλογούμε, δεν θα μπω στην ουσία του άρθρου (μπορείτε, αν δεν έχετε τίποτ’ άλλο να κάνετε, να το διαβάσετε όλο εδώ). Θα περιοριστώ  στις γλωσσικές πτυχές του. Διότι ο Θ. Πάγκαλος συνηθίζει να διανθίζει τα κείμενά του με γλωσσικές πληροφορίες. Έτσι, το άρθρο ξεκινάει με  ορισμό του τραμπούκου από δύο λεξικά και με την πληροφορία ότι το όνομα συνδέθηκε με την πολιτική επειδή στα λατινοαμερικάνικα πραξικοπήματα οι διοργανωτές μοίραζαν πούρα τύπου trabuco για να εξασφαλίζουν χειροκροτητές.

Πράγματι, αυτή είναι η επικρατούσα άποψη για τη γέννηση της λέξης τραμπούκος. Σύμφωνα π.χ. με το ΛΚΝ, η λέξη προέρχεται από το ισπαν. trabucos (πληθ. που θεωρήθηκε ενικός) μάρκα πούρων (η ονομασία από την ομοιότητα με trabuco, παλιό τύπο όλμου) που παλιοί πολιτικοί προσφέρανε στους ανθρώπους τους (πρβ. το τραμπούκο `φιλοδώρημα΄). Τα ίδια λέει και ο Μπαμπινιώτης. Στο ετυμολογικό γλωσσάρι του Παπαδιαμάντη, ο Κ. Καραποτόσογλου δίνει ότι trabuco είναι μεγάλο, χαμηλής ποιότητας πούρο, που δινόταν ως δώρο σε εκλογέα ή σε κομματάρχη (με παραπομπή σε ισπανοαγγλικό λεξικό που δεν το έχω). Και, παρόλο που σήμερα υπάρχει μάρκα πούρων Trabucos, αρχικά δεν επρόκειτο για εμπορική ονομασία κατοχυρωμένη, αλλά για όνομα ενός τύπου πούρων.

Και πράγματι, το πούρο, είναι συχνό φιλοδώρημα. Η έννοια του ρεγάλου ή της δωροδοκίας υπάρχει ιδίως στα παλιότερα λεξικά. Στο λεξικό της Πρωίας, ας πούμε, διαβάζουμε ότι τραμπούκος και (το) τραμπούκο είναι: α) είδος πούρου της Αβάνας και β) η ευτελής δωροδοκία, και μετωνυμικά ο τραμπούκος είναι «ο λαμβάνων τραμπούκο, ο ευτελής, ουτιδανός, άνθρωπος των καταγωγίων, κουτσαβάκης». Παρόμοια και ο Δημητράκος, για τον οποίο τραμπούκος είναι «ο λαμβάνων τραμπούκο, ο ευτελώς χρηματιζόμενος κομματάρχης, ο πωλών την ψήφον του εκλογεύς». Σχεδόν απουσιάζει δηλαδή η σημερινή έννοια του μπράβου που βιαιοπραγεί και στο προσκήνιο βρίσκεται η ευτελής εξαγορά ή δωροδοκία των ανθρώπων αυτών. Ότι τραμπούκο σήμαινε φιλοδώρημα, μπαξίσι, δωροδοκία, το τεκμηριώνει και ο Παπαδιαμάντης στους Χαλασοχώρηδες, όταν βάζει τον ταβερνιάρη Δημήτρη Τσιτσάνη να παραπονιέται ότι οι ισχυροί κομματάρχες τρώνε όλο τον τραμπούκο (τα χρήματα που μοίραζαν οι υποψήφιοι βουλευτές) και δεν περισσεύει για τους παρακατιανούς: «Πού επερίσσευε τραμπούκος απ’ αυτούς που έχουν δόντια, κατάλαβες, για να φάνε κι οι άλλοι, οι παραμικροί;»

Επομένως, φαίνεται πολύ πιθανή η πορεία της λέξης από το πούρο στο φιλοδώρημα και από το φιλοδώρημα στον λήπτη του. Ένα σημείο που δεν έχω διαλευκάνει είναι αν η σημασία «φιλοδώρημα, ιδίως σε εκλογέα ή κομματάρχη» αναπτύχθηκε στα ισπανικά ή στα χώματά μας. Ο Καραποτόσογλου φαίνεται να υπονοεί ότι υπήρχε ήδη στα ισπανικά αυτή η σημασία, αλλά σε σημερινά λεξικά δεν τη βρήκα. Επίσης αδιευκρίνιστο έχω το αν η λέξη έφτασε στα ελληνικά απευθείας από τα ισπανικά ή αν μεσολάβησαν τα ιταλικά.

Θα μπορούσε το άρθρο να τελειώνει εδώ, αλλά θα φλυαρήσω κι άλλο για να φωτίσω ή για να μπερδέψω κάποιες πλευρές του ζητήματος.

Η αρχική σημασία της λέξης trabuco, στα ισπανικά, δεν είναι το πούρο. Αρχικά, trabuco στα ισπανικά είναι ένα είδος καταπέλτη των μεσαιωνικών χρόνων, και μετά ένα εμπροσθογεμές τουφέκι, απ’ αυτά που τα λέμε και μουσκέτα. Ομολογώ ότι δεν έχω καταλάβει αν ο μοντέρνος καταπέλτης και το πρωτόγονο τουφέκι είναι απλώς ομόηχες λέξεις διαφορετικής ετυμολογίας ή αν η δεύτερη είναι μετεξέλιξη της πρώτης. Πάντως, το μουσκέτο έμεινε, και το μουσκέτο, από το σχήμα της κάννης του, έδωσε το όνομά του στο πούρο.

Η λέξη trabuco με τις δυο σημασίες (του μουσκέτου και του πούρου) περνάει και στα γαλλικά. Ο trabucaire ήταν στρατιώτης οπλισμένος με τέτοια μουσκέτα, και βέβαια οι στρατιώτες αυτοί, όταν ξέμεναν από μισθοδοσία συχνά μετατρέπονταν σε ληστές και λήστευαν ταξιδιώτες, στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα, και από τις δυο μεριές των Πυρηναίων. Θα μπορούσε ο δικός μας τραμπούκος να προέρχεται από εκεί, από τους στρατιώτες-ληστές, αλλά δεν έχω καμιά πηγή που να γεφυρώνει τα Πυρηναία με τον ελλαδικό χώρο.

Υπάρχει και μια άλλη θεωρία, ότι ο τραμπούκος προέρχεται από όνομα προσώπου.  Σε παλιά άρθρα τους στη Νέα Εστία (το 1960), ο Κώστας Μπίρης και ο Τάκης Λάππας κάνουν λόγο για έναν κομματάρχη του Βούλγαρη, ονόματι Κανέλλο Τραμπούκο. Ο Κανέλλος Τραμπούκος, κατά τα λεγόμενά τους, ήταν αγαθότατος άνθρωπος, ελεούσε τους πάντες, πίστευε όμως ότι οι νόμοι είναι για να εξυπηρετούν τους ανθρώπους του κόμματός του μόνο. Ο Δημήτριος Βούλγαρης (1802-1877), που ονομάστηκε και Τζουμπές επειδή φορούσε τον τζουμπέ, ένα μακρύ ίσαμε τα πόδια πανωφόρι, θεωρείται η επιτομή της πολιτικής φαυλότητας. Έκανε οχτώ φορές πρωθυπουργός -τα αναφέρω αυτά για να τοποθετήσουμε χρονικά και τον Κανέλλο Τραμπούκο, που, αν υπήρξε, θα πρέπει να έδρασε στις δεκαετίες 1850-1870. Δεν είναι αδύνατο η λέξη να προήλθε από αυτόν τον δυναμικό κομματάρχη, αλλά μου φαίνεται ελάχιστα πιθανό· πιο πιθανό βρίσκω ο Κανέλλος να πήρε το παρατσούκλι Τραμπούκος επειδή μοίραζε τραμπούκο στους εκλογείς ή έπαιζε ρόλο τραμπούκου με τη σημερινή σημασία.

Πότε μπήκε όμως στη γλώσσα μας η λέξη τραμπούκος; Ο Πάγκαλος λέει «πριν από το 1909» αλλά αυτό είναι ασαφές. Η παλαιότερη εμφάνιση της λέξης που έχω βρει είναι τρανταχτή, μια και Τραμπούκος είναι ο τίτλος μιας πολιτικοσατιρικής εφημερίδας που κυκλοφόρησε το 1866 ως το 1869. Για να κάνω μια παρένθεση, τον 19ο αιώνα κυκλοφορούσαν στην Αθήνα πολλές τέτοιες πολιτικοσατιρικές εφημερίδες με μάλλον αστείους τίτλους όπως Γάιδαρος, Διάβολος, Τρακατρούκα, Διαολαποθήκη, που γράφονταν συχνά ολόκληρες από ένα άτομο. Ο Ροΐδης έχει ψάλει τον εξάψαλμο σε αυτούς τους δημοσιογράφους -τους κατηγόρησε ότι ζούσαν από τη χρηματοδότηση των πολιτικών κομμάτων και από εκβιασμούς. Ο συντάκτης του Τραμπούκου, πάντως, στο πρώτο φύλλο της εφημερίδας, επιβεβαιώνει τον Ροΐδη, αφού γράφει σαρκαστικά: Ημπορούμεν να γίνωμεν υπουργικοί [κυβερνητικοί] αν πληρωθώμεν, δυνάμεθα να γίνωμεν αντιπολιτευόμενοι αν μας μετρήσωσι χρήματα. … Τας αρχάς της εφημεριδογραφίας μας ακολουθούντες τιθέμεθα εις πλειοδοσίαν. Αδελφοί υπουργικοί και αντιπολιτευόμενοι, σπεύσατε να προσθέσητε τιμήν.

Αρκετά αργότερα, στο ογδοηκοστό τεύχος του, τον Ιούνιο του 1868, ο Τραμπούκος άλλαξε το λογότυπό του και προσέθεσε σκίτσο, κι έτσι μπορούμε να δούμε ότι οι τραμπούκοι του 1868 ήταν όπως θα τους φανταζόμασταν: με φέσι και φαρδύ ζωνάρι, κραδαίνει τη μαγκούρα του (την περίφημη κερασέα) και ποζάρει με καμάρι ενώ στα πόδια του κείτονται αναίσθητοι με σπασμένα κεφάλια οι αντίθετοι.

Το εικονογραφικό αυτό εύρημα με προβληματίζει λίγο, διότι παρουσιάζει ήδη από το 1860 τη μεταγενέστερη σημασία της λέξης (νταής, μπράβος) και δεν πολυσυμβιβάζεται με το σχήμα που παρουσιάζω πιο πάνω, ότι τραμπούκος αρχικά ήταν το φιλοδώρημα και μετά ο χρηματιζόμενος εκλογέας ή κομματάρχης και αργότερα ο μπράβος. Μπορούμε όμως να υποθέσουμε ότι οι δυο σημασίες συνυπήρχαν και ότι τα παλιότερα λεξικά έδωσαν βάρος στη μία και όχι στην άλλη.  Πάντως, το θέμα δεν το έχω ξεκαθαρίσει απόλυτα, οπότε κάθε συμβολή είναι ευπρόσδεκτη.

Πριν κλείσω, να ξαναγυρίσω στο άρθρο του Πάγκαλου, όχι για να το συζητήσω αλλά για να σχολιάσω σύντομα τον τίτλο του: Ένα σύγχρονο κίνημα τραΜΒούκων. Αυτή η υπερδιόρθωση στον τίτλο, τραμβούκων αντί τραμπούκων, μου είναι ακατανόητη. Δεν ξέρω αν είναι εσκεμμένη, όπως καμιά φορά χρησιμοποιούμε καθαρεύουσα για ειρωνεία, φοβάμαι όμως ότι είναι έργο του υλατζή της εφημερίδας, ο οποίος από υπερβάλλοντα ευπρεπιστικό ζήλο μετάτρεψε τους τραμπούκους σε τραμβούκους, τύπο εντελώς ανύπαρκτο. Είτε με μαγκούρες είτε με πούρα, οι τραμπούκοι έτσι πάντα λέγονταν, ποτέ τραμβούκοι.

http://sarantakos.wordpress.com/2012/09/27/trabuco/


ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΑΝΤΙ-ΦΑ: ΠΩΣ "ΤΣΑΚΙΖΕΙΣ ΤΟ ΦΑΣΙΣΜΟ"

Η χρυσή αυγή ανεβαίνει μέρα με τη μέρα στην Ελλάδα και ο μοναδικός λόγος είναι η παντελής έλλειψη κράτους. Η έλλειψη της αστυνομίας από το δρόμο, αφήνει το περιθώριο στη χρυσή αυγή να συνοδεύει τις γιαγιάδες στα ATM να πάρουν την σύνταξη τους. Η έλλειψη αγορανομίας, αφήνει το περιθώριο στη χρυσή αυγή να αναποδογυρίζει πάγκους στις λαϊκές υπό το χειροκρότημα των νόμιμων παραγωγών.
Η έλλειψη εφαρμογής της νομιμότητας στο μεταναστευτικό, τρέφει το φυλετικό μίσος.

Αυτήν την κατάσταση δεν την πολεμάς “τσακίζοντας το φασισμό” όπως πολλές φορές λέγεται και γράφεται από άτομα του αριστερού και αναρχικού χώρου.

Τον φασισμό τον πολεμάς φτιάχνοντας μια υγιή ευνομούμενη δημοκρατική πολιτεία.

Σε μια ευνομούμενη πολιτεία, δεν υπάρχει χώρος για το φασισμό.

Αν θέλετε να “τσακίσετε τον φασισμό”, αφήστε τις πορείες υπέρ των λαθρομεταναστών, αφήστε τις συναυλίες “αντί-φα” και ελάτε να φτιάξουμε μια ευνομούμενη, δίκαιη, δημοκρατική χώρα. Ετσι, όχι μόνο θα “τσακίσετε το φασισμό”, αλλά θα τον εξαφανίσετε. Ο φασισμός δεν “τσακίζεται” υποστηρίζοντας τους λαθρομετανάστες και τραγουδώντας τραγουδάκια. Ο φασισμός εξαφανίζεται όταν φτιάξεις μια υγιή κοινωνία.

Αλλά κανείς δεν θέλει πια αυτό.

Ολοι θέλετε πόλεμο.

ΘΑΛΑΜΟΦΥΛΑΚΑΣ


ΕΝΑ ΟΡΑΜΑ ΝΑ ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΕΙΣ

– «Μήπως θα μπορούσατε να μου πείτε προς τα που να τραβήξω από εδώ;»

– «Αυτό εξαρτάται κατά πολύ από το που θες να πας…» είπε η γάτα.

– «Δε με ενδιαφέρει που…» είπε η Αλίκη.

– «Τότε δεν έχει σημασία ποια κατεύθυνση θα ακολουθήσεις…» είπε η γάτα.
Η Αλίκη στη χώρα των Θαυμάτων – Λιούις Κάρολ.

Με την πλύση εγκεφάλου, ξεχάσαμε γιατί ζούμε. Ενας ολόκληρος θίασος από καλοπληρωμένους «έγκριτους δημοσιογράφους», «έμπειρους πολιτικούς» και «διακεκριμένους οικονομολόγους», μιλάνε ασταμάτητα με στοιχεία και νούμερα, ποσοστά και πιθανότητες λες και οι ζωές μας είναι ασκήσεις σε διαγώνισμα λογιστικής.  Ολη μέρα από τα τηλεοπτικά παράθυρα αποτιμούν την αξία της ανθρώπινης ζωής, της πατρίδας, της φύσης, και της αξιοπρέπειας μας λες και είναι χαλασμένο εμπόρευμα.

Ολοι αυτοί οι παλιάτσοι, παρότι χωρισμένοι σε ομάδες, πράσινες, κόκκινες, μπλε, μαύρες, δουλεύουν στον ίδιο θίασο. Εργάζονται για τα ίδια αφεντικά. Αλλάζουν στολές και μακιγιάζ, αλλάζουν τσιριμόνιες και κάθε τέσσερα χρόνια διαγωνίζονται για να διαλέξουμε ποιος από τους παλιάτσους θα είναι ο πρωταγωνιστής της φετινής παράστασης.

Ο θίασος έχει χρεοκοπήσει. Οι παλιάτσοι δεν κρατάνε πια ούτε τα προσχήματα. Μαλώνουν μπροστά στον κόσμο μεταξύ τους για το ποιος έφταιξε για τη χρεοκοπία και δείχνουν με το χεράκι ο ένας τον άλλον σαν άτακτα μωρά. Το μόνο σίγουρο είναι ότι δεν έφταιξε ούτε η διεύθυνση, ούτε οι ίδιοι οι παλιάτσοι που εκτελούν εδώ και χρόνια τα ίδια νούμερα και δεν τα χουν πετύχει ούτε μία φορά.  Το συμβούλιο τους αποφάσισε ότι για όλα φταίνε οι πελάτες. Ναι. Οι πελάτες. Αυτοί που πλήρωναν εισιτήριο και καθόνταν και βλέπανε την παράσταση, ξανά και ξανά, επευφημώντας κάθε φορά τον αρχιπαλιάτσο  που μοίραζε δωρεάν θέσεις. Οι πελάτες που κάτσανε στις δωρεάν θέσεις. Οι τζαμπατζήδες. Και οι κανονικοί πελάτες που πλήρωναν τόσα χρόνια και δεν έκαναν τίποτε από όλα αυτά, κι αυτοί φταίνε. Για την ακρίβεια, αυτοί θα πληρώσουν μεγαλύτερο εισιτήριο. Υποχρεωτικό εισιτήριο. Αλλιώς θα αμολύσουν τους ελέφαντες στο χωριό. Οχι, δε φταίει ούτε η διεύθυνση, ούτε το προσωπικό. Φταίω εγώ. Και φταις και εσύ.

Ολους αυτούς τους έχω σιχαθεί. Και αυτούς και τους ειδικούς, και τους καθηγητές, και τους δημοσιογράφους, και τους πολιτικούς. Ολους. Θέλω να βγω στο δρόμο και να αρχίσω να ουρλιάζω ΣΚΑΣΤΕ! ΒΟΥΛΩΣΤΕ ΤΟ ΠΙΑ! ΦΤΑΝΕΙ! Δε θέλω να ακούσω άλλο πια για ποσοστά, δε θέλω να ακούσω για δισεκατομμύρια, δε θέλω να ακούσω τι είπε ο κάθε διεθνής γραβατωμένος απατεώνας, δε θέλω να μάθω τι αποφάσισαν άλλοι για μένα. Η υπομονή μου έχει τελειώσει. Σας βαρέθηκα. Από εδώ και μπρος, δε θα σας λαμβάνω καν υπ’ όψη. Δεν υπάρχετε πια από εδώ και εμπρός για εμένα. Στον κόσμο που οραματίζομαι, δεν υπάρχει θέση πια για εσάς.

Ξέρω ότι το ίδιο συμβαίνει και με τον κόσμο που οραματίζεστε και εσείς. Οτι δεν υπάρχει εκεί πια θέση για εμένα. Αρα έχουμε πόλεμο. Σας προειδοποιώ όμως ότι πίσω από εμένα έρχονται πολλοί. Και όλοι μαζί, είμαστε πιο δυνατοί.  Πίσω από κάθε δυσκολία, υπάρχει μια ευκαιρία. Όσο πιο μεγάλη η δυσκολία, τόσο πιο μεγάλη η ευκαιρία. Σήμερα, που ο λαός μας περνάει πολύ δύσκολες στιγμές, έχουμε μπροστά μας μια τεράστια ευκαιρία. Δεν την βλέπουμε. Οι παλιάτσοι φροντίζουν γι αυτό. Με τα νούμερα τους μας αποσπούν την προσοχή. Ομως η ευκαιρία είναι εκεί. Μια τεράστια ευκαιρία για αλλαγή.

Αλλαγή σημαίνει πραγματική αλλαγή της συμπεριφοράς μας. Η συμπεριφορά μας πηγάζει από τις πεποιθήσεις μας. Ωστε, για να αλλάξουμε συμπεριφορά, πρέπει να αλλάξουμε πεποιθήσεις. Για να αλλάξουμε πεποιθήσεις, πρέπει να αλλάξουμε πνευματικότητα. Αλλαγή στην πνευματικότητα, έρχεται όταν απαντηθούν (ή επαναπροσδιοριστούν) τα μεγάλα ερωτήματα της ζωής.  Γιατί ζω; Τι κάνω στη ζωή; Υπάρχει κάτι πάνω και πέρα από εμένα;  Ποιες είναι οι υποχρεώσεις μου απέναντι στη ζωή και το Θεό;  Εχω υποχρέωση απέναντι στις γενιές που πέρασαν;  Εχω υποχρέωση απέναντι στις γενιές που θα ‘ρθουν;  Εχω υποχρέωση απέναντι στην ιστορία;

Οταν αυτά τα ερωτήματα δεν έχουν απαντηθεί, ή έχουν απαντηθεί ανεπαρκώς, ή λάθος, με τη συνδρομή της παιδείας που παρέχει η τηλεόραση και της πλήρους χαλάρωσης των ηθών, το αποτέλεσμα είναι τις περισσότερες φορές ένας άνθρωπος που δε νοιάζεται για κανέναν άλλον στον κόσμο παρά για τον εαυτό του, ένας που αγαπάει περίτεχνα ζωγραφισμένα χαρτάκια που αποκαλεί τρυφερά λεφτά, που θα κάνει το παν χωρίς ηθικές αναστολές για να τα αποκτήσει και να «ανέβει κοινωνικά», που πιστεύει ότι «έτσι είναι η κοινωνία, έτσι είναι η ζωή», που νιώθει ότι «μια ζωή την έχει, αν δεν την γλεντήσει», ένας άχρηστος αμόρφωτος. Ενας ακόμη άχρηστος νεκρός. Το σύστημα παιδείας μας είναι εργοστάσιο παραγωγής άχρηστων νεκρών.  Και δε συμβαίνει μόνο στη χώρα μας αυτό. Είναι προϊόν του δυτικού «πολιτισμού».

Μόλις όμως κάποιος αναθεωρήσει και δώσει νέες απαντήσεις και πιστέψει ότι βρίσκεται στη ζωή για έναν σκοπό και αυτός ο σκοπός είναι εκτός από την αξιοπρεπή διαβίωση, η διαφύλαξη της ζωής και η βελτίωση του ανθρώπινου είδους, η αγάπη και η συμπόνοια, η συμφιλίωση με το Θεό, τότε μονομιάς, αλλάζουν οι πεποιθήσεις του και αυτόματα αλλάζει και η συμπεριφορά του.  Θέλει μόνο ένα κλικ. Μια μοίρα αλλαγή στον τρόπο σκέψης. Το κλικ αυτό, είναι ταυτόχρονα το πιο εύκολο και το πιο δύσκολο πράγμα και συνήθως ξαφνικά, έρχεται μόνο μετά από κάποιο συμβάν που σημάδεψε τη ζωή του ανθρώπου.  Και επειδή οι καιροί που ζούμε, σημαδεύουν τις ζωές πολλών, έχω το δικαίωμα να ελπίζω ότι το κλικ αυτό θα μπορούσε να συμβεί.

Και αφού μπορεί να συμβεί, εγώ που ανήκω εδώ, έχω χρέος να πολεμήσω εδώ και όχι αλλού. Γι αυτό, θα κοιτάξω πρώτα από όλα να αλλάξω εμένα εδώ, να φτιάξω μια χώρα «εμείς». Κι ας κάνουν το ίδιο και οι άλλοι λαοί, να πάμε μπροστά.

Για να πετύχουμε οτιδήποτε στη ζωή, πρέπει να θέτουμε στόχους. Και για να θέτουμε στόχους, πρέπει να έχουμε ένα όραμα προς την εκπλήρωση του οποίου οι στόχοι να αποσκοπούν. Τέτοιο όραμα ο Ελληνικός λαός σήμερα δεν έχει. Και πρέπει να αποκτήσει. Χωρίς όραμα, δεν έχουμε στόχο, δεν ξέρουμε που θέλουμε να πάμε και δεν έχει σημασία ποιο μονοπάτι θα ακολουθήσουμε όπως είπε και η γάτα στην Αλίκη. Και επειδή είμαι Ελληνας και έχω ένα όραμα και θέλω να το μοιραστώ, το καταθέτω σήμερα εδώ. Δεν ξέρω αν είναι το σωστό. Ξέρω πως είναι προς τη σωστή κατεύθυνση. Και πάνω από όλα είναι ένα όραμα. Ενα προϊόν συνθετικής σκέψης. Καλές οι διαπιστώσεις, καλή η ανάλυση, καλή η ενημέρωση, όμως κάποια στιγμή θα πρέπει να σταματήσουμε να παρατηρούμε σοκαρισμένοι τα γεγονότα που κάποιοι άλλοι ορίζουν για μας, και να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε τι θα κάνουμε εμείς.

Στην Ελλάδα που οραματίζομαι, αποστολή της παιδείας είναι να μετατρέψει τους αμόρφωτους ανθρώπους που νοιάζονται μοναχά για τα ιδιωτικά τους θέματα σε πολίτες, άτομα δηλαδή που ενδιαφέρονται και ασχολούνται ενεργά με τα κοινά. Ατομα που αγωνίζονται. Για τον εαυτό τους, για την κοινωνία και για την ανθρωπότητα. Αυτή ας είναι η πυξίδα μας για να αποφασίσουμε τι είδους μόρφωση θέλουμε να δώσουμε στα παιδιά μας.

Στην Ελλάδα που οραματίζομαι, υπάρχουν νόμοι και δικαιοσύνη.  Οι πολίτες συμμετέχουν στις δικαστικές αποφάσεις σαν ένορκοι, ειδικά όταν πρόκειται για αδικήματα κατά της περιουσίας του λαού και της κοινωνίας.

Στην Ελλάδα που οραματίζομαι, δεν υπάρχει χώρος ψηλά, παρά μόνο για τους καλύτερους. Μονάχα ο πιο ικανός μπορεί να ανέβει κοινωνικά και να καταξιωθεί. Οι δημόσιες θέσεις δεν αγοράζονται με λεφτά, και δεν πωλούνται για λεφτά.

Στην Ελλάδα που οραματίζομαι, υπάρχει σεβασμός στο Θεό. Υπάρχει συμπόνοια για τον άτυχο. Σεβασμός προς τον ηλικιωμένο. Υπάρχουν Αρχές. Οι άτυχοι και οι ηλικιωμένοι δεν είναι στατιστικός δείκτης. Οι άτυχοι είναι αδέρφια μου και οι ηλικιωμένοι οι πρόγονοι μου και δε συμβιβάζομαι γι αυτούς παρά με το καλύτερο που μπορώ να δώσω.

Στην Ελλάδα που οραματίζομαι, το κράτος υπάρχει για τον πολίτη και ελέγχεται και ανακαλείται άμεσα από τον πολίτη. Το κράτος εκτελεί τις αποφάσεις του πολίτη.  Οι καλύτεροι πολίτες, καλούνται να εφαρμόσουν τις αποφάσεις της κοινωνίας. Και κανείς δεν αναθέτει σε άλλον να αποφασίσει για λογαριασμό του. Γιατί γνωρίζει ότι κανείς δεν μπορεί να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα του καλύτερα από αυτόν.

Ολα τα άλλα θα ‘ρθουν. Αρκεί να πάρουμε την εξουσία από τους ανίκανους κληρονόμους. Να πάρουμε την εξουσία από τους καλύτερους υπαλλήλους  του τραπεζικού καρτέλ και να την δώσουμε στους καλύτερους Ελληνες.

Και επειδή ξέρω ότι όλα αυτά είναι ουτοπικά, και ότι δεν γίνονται, και ότι υπάρχουν πολλά προβλήματα, και ότι το σύστημα είναι δυνατό και ένα σωρό άλλες δικαιολογίες για να μην κάνω τίποτα, θυμίζω ότι ένα όραμα είναι ουτοπικό, όσο οι άνθρωποι δεν πιστεύουν σε αυτό, αλλά μόλις το πιστέψουν, η ουτοπία γίνεται πραγματικότητα. Τρελό; ίσως. Ομως όσες φορές ο κόσμος άλλαξε, άλλαξε από τους τρελούς του. Οχι από τους λογικούς.

Συνεχίστε την ανάγνωση


Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΗΣ ΤΑΞΙΚΗΣ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗΣ ΚΑΙ Ο ΑΛΛΟΔΑΠΟΣ ΕΦΙΑΛΤΗΣ

Γράφει: Ο Θύμιος Παπανικολάου
ΡΕΣΑΛΤΟ-τεύχος 18

          Μια κεντρική ιδέα που διατρέχει τη μαρξιστική θεωρία και πράξη είναι το ζήτημα της ταξικής συνείδησης: η πεμπτουσία της επαναστατικής πράξης. Η χειραφέτηση των εργαζομένων είναι αδύνατη χωρίς την ωρίμανση, πολιτική και πνευματική του προλεταριάτου. Χωρίς δηλαδή να έχει ταξική συνείδηση.
Κι αυτή η ταξική ωρίμανση (ταξική συνείδηση) κατακτάται μέσα από μακρούς ιστορικούς αγώνες και είναι μια δύσκολη και περίπλοκη διαλεκτική διαδικασία.
          Σήμερα όλα τα κεκτημένα της διαλεκτικής ιστορικής ωρίμανσης επιχειρεί η Νέα Τάξη να τα καταργήσει. Το πρακτικό πολιτικό εργαλείο γι αυτό το μακάβριο έργο είναι η εισαγωγή-εισβολή ξένων τριτοκοσμικών εργατών για  την αντικατάσταση της εργατικής πρωτοπορίας με εξαθλιωμένους και ταξικά καθυστερημένους αλλοδαπούς και την  αποσάθρωση του ιστορικού ιστού της ταξικής συνείδησης.  Συμμάχους σε αυτό το εφιαλτικά καταστροφικό της έργο έχει την παραδοσιακή «αριστερά» η οποία στο όνομα μαρξιστικών αφαιρέσεων γυρίζουν το προλεταριάτο στην πρωτόγονη κατάστασή του, εξαρθρώνουν τις ιστορικές του κατακτήσεις και αποτεφρώνουν την ταξική συνείδηση.

«Τάξη καθ’ εαυτήν»

          Η εργατική τάξη δεν είναι αυτόματα συνειδητή και επαναστατική. Η εργατική τάξη «καθ’ εαυτήν», είναι η τάξη στην αρχική της «στιγμή», όπως την παράγει ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής, είναι καθαρό στοιχείο της οικονομικής διαδικασίας, απλό «υλικό για εκμετάλλευση». Είναι αυτό που ορίζει η κυρίαρχη τάξη. «Είναι τάξη έναντι του κεφαλαίου, αλλά όχι ακόμα τάξη για τον ίδιο της τον εαυτό της»(Μαρξ: «Αθλιότητα της φιλοσοφίας»).
          Στην αρχική αυτή φάση, ως «τάξη καθ’ εαυτήν» δεν έχει συνείδηση του εαυτού της και, φυσικά, των ιδιαίτερων ιστορικών συμφερόντων της. Είναι όχι μόνο υλικά αλλά και ιδεολογικά υποδουλωμένη στην καπιταλιστική τάξη, γιατί η καπιταλιστική τάξη διαθέτει το μονοπώλιο των ιδεών και των όρων της συνείδησης, αλλά και γιατί οι ανθρώπινες σχέσεις μέσα στη λειτουργία του καπιταλισμού εμφανίζονται σαν σχέσεις πραγμάτων, αποκτώντας μια «φαντασματικήν αντικειμενικότητα». (Η περίφημη θεωρία του Μαρξ για την αλλοτρίωση, την αποξένωση, την αντικειμενοποίηση).
          ΜΟΝΙΜΗ επιδίωξη του κεφαλαίου είναι να συμπιέζει την εργατική τάξη προς αυτό το «καθ’ εαυτήν», να την κρατά στην κατάσταση του «υλικού» για εκμετάλλευση, του αντικειμένου. Αυτό σήμερα επιδιώκεται με τα «ανοικτά σύνορα» και την αθρόα εισαγωγή ξένων, δραματικά καθυστερημένων σκλάβων. Από δω απορρέουν και τα νέα ιδεολογήματα του κεφαλαίου περί αντιεθνικισμού και αντιρατσισμού, ιδεολογήματα που τα τραγουδούν στην πρώτη γραμμή τα «αριστερά» προπαγανδιστικά φερέφωνα της Νέας Τάξης και οι «χρήσιμοι ηλίθιοι». Όλοι από κοινού αγωνίζονται να «ρίξουν» την εργατική τάξη στην κατάσταση του «υλικού» για εκμετάλλευση…

«Τάξη δι’ εαυτήν» 

          Πώς γίνεται η εργατική τάξη από «τάξη καθ’ εαυτήν» σε «τάξη δι’ εαυτήν», δηλαδή πολιτική τάξη για τον εαυτό της; Γίνεται μέσω μιας μακράς διαδικασίας αγώνων που είναι υποχρεωμένη να κάνει, με την ανάπτυξη και το βάθεμα της ταξικής πάλης που τις επιβάλλουν οι όροι ύπαρξής της μέσα στο σύστημα.
          Οι δυσκολίες βεβαίως είναι τεράστιες. Δεν είναι ποτέ δυνατόν μέσα σε μια νύχτα, με τη δράση τους οι πλατιές μάζες να αποκτήσουν συνείδηση του ιστορικού τους ρόλου, δηλαδή ταξική. Και ούτε είναι ποτέ δυνατόν αυτή η συνείδηση να αποκτηθεί αυτόματα από τη δράση τους. Στη διαδικασία της συνειδητοποίησης «παρεμβαίνει» κι ένας άλλος παράγοντας καταλυτικός: ο ρόλος της πρωτοπορίας και του επαναστατικού φορέα.
          Και εδώ όμως δολοφονούν πολλοί αριστεροί τη διαλεκτική του μαρξισμού. Άλλοι αποκόβουν την πρωτοπορία και το επαναστατικό κόμμα από τις «μάζες», τα φετιχοποιούν και ολισθαίνουν  στη «θεωρία» μιας ελίτ «επαναστατών» που τα ξέρουν όλα και «υπαγορεύουν» αυτοί, με διαταγές και τελεσίγραφα τη συνείδηση στο προλεταριάτο. Αυτό το κακέκτυπο της Λενινιστικής Θεωρίας για το ρόλο της πρωτοπορίας είναι ο γραφειοκρατισμός και οι ποικίλες σέχτες.
          Άλλοι πάλι θεοποιούν το Αυθόρμητο των μαζών και βλέπουν την ταξική συνείδηση να δημιουργείται εκ των κάτω, ως αυτόνομο προϊόν των λαϊκών αγώνων.
          Μεταξύ όμως της εργατικής τάξης, της πρωτοπορίας και του κόμματος υπάρχει μία άρρηκτη σχέση, μια διαλεκτική σχέση. Ο Μαρξ κάνει λόγο για ένωση της «σκεπτόμενης ανθρωπότητας» με την «πάσχουσα ανθρωπότητα». Ο Μαρξ πουθενά δεν διαφοροποιεί τα πράγματα. Δηλαδή από τη μια να είναι η κατηγορία των βασανισμένων που να ζουν στην αθλιότητα και να εξεγείρονται τυφλά και από την άλλη, η κατηγορία των ανθρώπων που στοχάζονται, που βλέπουν καθαρά και έχουν ως αποστολή να σκέφτονται γι τους βασανισμένους, να αποφασίζουν γι αυτούς, να τους προμηθεύουν ιδέες και αλήθειες. Την πρωτοπορία και τις μάζες ο Μαρξ τα αντικρίζει σαν ολότητα, σαν διαλεκτική σχέση ανάμεσα «στην πάσχουσα ανθρωπότητα που σκέφτεται και στη σκεφτόμενη ανθρωπότητα που καταπιέζεται». Και το επαναστατικό κόμμα είναι το απόσταγμα αυτής της διαλεκτικής σχέσης.
          Πάνω σε αυτή τη διαλεκτική σχέση, το συγκροτημένο προλεταριάτο μέσα στο έθνος-κράτος σε πολιτική τάξη, αποκτάει τη σοσιαλιστική του συνείδηση. Πάνω σε αυτή τη σχέση στηρίζεται η θεωρία της σοσιαλιστικής επανάστασης, όπως και η λενινιστική θεωρία του κόμματος.

Το σοσιαλιστικό κίνημα

          Το αυθεντικό σοσιαλιστικό κίνημα υπάρχει όταν το ιστορικό υποκείμενο που επωμίζεται το ρόλο της ανατροπής του καπιταλισμού εκφράζεται μέσα από την οργάνωση της πρωτοπορίας του, το κόμμα. «Το κόμμα είναι το ιστορικό εργαλείο με τη βοήθεια του οποίου η τάξη αποκτά συνείδηση του εαυτού της. Όταν λέμε  ‘’η τάξη είναι πάνω από το κόμμα’’, σημαίνει πως βεβαιώνουμε ότι η τάξη στην πρωτόγονή της κατάσταση είναι πάνω από την τάξη που τείνει να αποκτήσει την ταξική της συνείδηση. Αυτό δεν είναι μονάχα λαθεμένο, αλλά και αντιδραστικό»(Τρότσκι).
           Η ανάγκη του επαναστατικού κόμματος απορρέει ακριβώς από το γεγονός ότι το προλεταριάτο δεν γεννιέται με πανέτοιμη την κατανόηση των ιστορικών του συμφερόντων. Το καθήκον του κόμματος είναι, μέσα από την πείρα του αγώνα, να αποκτήσει το προλεταριάτο συνείδηση του ιστορικού του ρόλου. Και αυτή η ακριβοπληρωμένη πείρα των αγώνων, τα κεκτημένα της πολιτικής συνείδησης είναι υπερπολύτιμα εφόδια. Το σοσιαλιστικό κίνημα πρέπει να τα διαφυλάττει σαν κόρη οφθαλμού και όχι να τα θυσιάζει στο όνομα των «ταξικών αδελφών» που εισβάλλουν σκορπώντας κάθε είδους κεκτημένου και πολτοποιώντας κάθε ιστορική κατάκτηση της αγωνιστικής πολιτικής συνείδησης (όπως συμβαίνει σήμερα με τους μετανάστες).
          Αποτελεί το αλφάβητο του μαρξισμού τούτο: Το προλεταριάτο προχωρεί προς την απόκτηση της ταξικής συνείδησης περνώντας όχι από τις βαθμίδες του σχολείου, αλλά μέσα από την πάλη των τάξεων που είναι αδιάκοπη. Μια πάλη πολυσύνθετη: οικονομική, εθνική, πολιτική. Από αυτές τις συνθετικές εμπειρίες των οικονομικών, εθνικών και πολιτικών αγώνων διαμορφώνεται η ταξική συνείδηση. Αντιλαμβάνεται λοιπόν κανείς πόσο πολύτιμες είναι αυτές οι ιστορικές κατακτήσεις και εμπειρίες των οικονομικών, εθνικών και πολιτικών αγώνων της εργατικής τάξης για το σοσιαλιστικό κίνημα. Και πόσο εγκληματικό και αντεπαναστατικό είναι να αποδέχεσαι, ακόμα και να συμβάλλεις στην άλωση αυτών των ιστορικών εμπειριών από την εισβολή καθυστερημένων μαζών, χωρίς καμία οικονομική, εθνική και πολιτική εμπειρία αγώνων.
          Σοσιαλιστικό κίνημα, συνακόλουθα και ταξική συνείδηση του προλεταριάτου δεν μπορεί να υπάρξουν χωρίς αυτά τα ιστορικά αποθέματα των αγώνων, χωρίς τις δεξαμενές των κατακτήσεων του προλεταριάτου από τους οικονομικούς, εθνικούς και πολιτικούς αγώνες του.
          Αυτοί οι αγώνες καθιστούν το ευρωπαϊκό προλεταριάτο στην πρωτοπορία. Αυτοί οι πολύχρονοι και αιματηροί οικονομικοί, εθνικοί και πολιτικοί αγώνες της ελληνικής εργατικής τάξης την καθιστούν  μία από τις πιο πολιτικά συνειδητές τάξεις του κόσμου. Γι’ αυτό θέλουν να τη διαλύσουν και να την αντικαταστήσουν με σκλάβους χωρίς ιστορία, χωρίς αγώνες, χωρίς συνείδηση. Και στο έργο αυτό της Νέας Τάξης πολύτιμος αρωγός είναι, δυστυχώς, η …Αριστερά!!!
          Η έννοια της ταξικής συνείδησης είναι η πεμπτουσία της σοσιαλιστικής επανάστασης. Η «ταξική συνείδηση του προλεταριάτου είναι η ιστορία που αποκτάει αυτοσυνειδησία», μας λέει εύστοχα ο Λούκατς. Αυτή την ιστορία, αυτόν τον ακρογωνιαίο λίθο του σοσιαλισμού, τον υποτιμούν βάναυσα κάποιοι «υπερεπαναστάτες» που μεθούν με τις «ταξικές» φράσεις,  ακρωτηριάζουν τη σοσιαλιστική θεωρία και έχουν μεταλλαχτεί σε φερέφωνα των Νέων Ιδεών.  

Η λενινιστική αντίληψη για το κόμμα της πρωτοπορίας

          Μια από τις κύριες ιδέες του «Τι να κάνουμε;», του Λένιν, που διατηρεί όλη την καθολική της αξία και σήμερα είναι ότι το προλεταριάτο δεν μπορεί να φτάσει σε μια συνολική συνείδηση της καπιταλιστικής πραγματικότητας, της ίδιας του της ύπαρξης, παρά μόνο μέσω μιας γενικευμένης κοινωνικής πρακτικής, δηλαδή μέσω μιας πρακτικής πολιτικής. Ακριβέστερα, μπορεί να φτάσει σε ταξική συνείδηση, στην ανώτερή της έκφραση, μόνο αυτή η μειοψηφία της εργατικής τάξης που είναι έτοιμη και ικανή να ακολουθήσει μια  μόνιμη πολιτική δραστηριότητα ακόμα και σε περιόδους υποχώρησης του κινήματος των μαζών. Πάνω σε αυτή την υλιστική βάση και τη διαλεκτική σχέση της πρωτοπορίας με τη μάζα στηρίζει ο Λένιν τη δημιουργία του κόμματος της πρωτοπορίας.
          Έτσι, λοιπόν, το κόμμα της πρωτοπορίας λειτουργεί αντικειμενικά ως συλλογική μνήμη της εργατικής τάξης, ως θεματοφύλακας για να μη χαθούν οι συσσωρευμένες εμπειρίες και γνώσεις των γενικευμένων ιστορικών αγώνων. Το κόμμα της πρωτοπορίας εξασφαλίζει τη συνέχεια της συσσώρευσης της συνείδησης ακόμα και στις συνθήκες διακοπής της συνέχειας των αγώνων.
          Η οργάνωση της πρωτοπορίας δεν λειτουργεί μόνο ως συλλογική μνήμη της τάξης, αλλά προσπαθεί συνεχώς να μεταδώσει τις συσσωρευμένες γνώσεις από τους περασμένους αγώνες και την περασμένη πείρα στο ανώτερο δυνατό αριθμό προλεταρίων. Αυτή βεβαίως η παιδαγωγική διαδικασία είναι μια διαδικασία διαλεκτική. Οι περασμένες εμπειρίες και γνώσεις δεν μεταδίδονται με τρόπο παθητικό σε ένα πλήθος που θεωρείται ακατάρτιστο και ταξικά καθυστερημένο, μεταδίδονται στην πράξη των αγώνων, ως μεταβολισμός εμπειριών, ως μια συνεχή  πλημμυρίδα και αμπώτιδα εντυπώσεων και ιδεών, ανάμεσα στη λιγότερο πολιτικοποιημένη μάζα και την οργανωμένη πρωτοπορία. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει ένας κώδικας συνεννόησης, μια μίνιμουμ μαγιά κοινών ιστορικών εμπειριών και κοινής συνείδησης. Δηλαδή υπάρχει μια «γλώσσα» κοινών οικονομικών, εθνικών και πολιτικών αγώνων, κοινών παραδόσεων.
          Η εισβολή ενός ετερόκλητου πλήθους καθυστερημένων αλλοδαπών, με ξένο «πολιτισμό» και κυρίως χωρίς καμιά ιστορία αγώνων καταστρέφει κάθε λειτουργία μεταβολισμού των εμπειριών, αφανίζει κάθε συνεκτικό ιστό επικοινωνίας και δράσης. Καταλύει τη διαλεκτική σχέση της πρωτοπορίας με τη μάζα και τελικά διαλύει την πρωτοπορία, αλλά και τις μίνιμουμ μορφές  συνείδησης των λαϊκών μαζών.
          Με την ίδια ακριβώς μέθοδο υπονομεύτηκε εσωτερικά και διαλύθηκε το μπολσεβίκικο κόμμα, και μεταλλάχτηκε σε ένα γραφειοκρατικό μηχανισμό.
            Είναι γνωστό ότι όσο περισσότερο ένα  κόμμα κλείνει μέσα του παθητικά στοιχεία, πολιτικά καθυστερημένα, τόσο περισσότερο διευκολύνει τη γραφειοκρατικοποίηση. Όσο περισσότερο ένα κόμμα της πρωτοπορίας αποτελείται αποκλειστικά από ενεργητικούς αγωνιστές, τόσο περισσότερο είναι προστατευμένο από τη γραφειοκρατική γάγγραινα.  Ο εκφυλισμός του μπολσεβίκικου κόμματος άρχισε από τη στιγμή που εισέβαλαν παθητικοί οπαδοί. Πνίγηκαν τα πρωτοπόρα στοιχεία του και ισοπεδώθηκε η επαναστατική του συνείδηση μέσα στο πλήθος των πολιτικά καθυστερημένων χειροκροτητών.
          Αυτό ακριβώς μεθοδεύουν και προωθούν  σήμερα σε βάρος της ελληνικής κοινωνίας, με όργανα τους αλλοδαπούς… 

 ΣΥΝΔΙΚΑΤΑ: ιστορική κατάκτηση

          Μία μεγάλη ιστορική κατάκτηση του εργατικού κινήματος ήταν το συνδικάτο. Αυτή η κατάκτηση δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί έξω από τα πλαίσια του καπιταλιστικού εθνικού κράτους. Το έθνος-κράτος και όλοι οι πυλώνες του (κοινοβούλιο, συνδικάτα, κόμματα κλπ) αποτελούν το απόσταγμα της προοδευτικής φάσης του καπιταλισμού. Και μέσα σε αυτά τα πλαίσια συγκροτήθηκε η εργατική τάξη σε πολιτική τάξη.
          Η εργατική τάξη και γενικά ο εργαζόμενος λαός έχει δύο «υποστάσεις». Η μια του κατάσταση είναι ότι αποτελεί το αντικείμενο της καπιταλιστικής παραγωγής. Δηλαδή αποτελεί παράγοντα της αστικής παραγωγής και ως εκ τούτου έχει ιδιαίτερα συμφέροντα και την ανάλογη συνείδηση που εκφράζεται μέσα από τους συνδικαλιστικούς αγώνες.
          Η άλλη «υπόσταση» είναι η ιστορική. Η  ιδιαίτερη θέση που κατέχει το προλεταριάτο στο ΣΥΝΟΛΟ των κοινωνικών σχέσεων και στη δυναμική τους,  του προσδίδουν έναν ιδιαίτερο ρόλο: ΤΟΥ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟΥ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΚΗΣ ΕΞΕΛΙΞΗΣ.
          Η συνδικαλιστική πάλη βεβαίως και τα συνδικάτα ανταποκρίνονται στην αστική υπόσταση των εργαζομένων. Είναι «αστικά όργανα», τα εργαλεία διαπραγμάτευσης της εργασίας με το Κεφάλαιο. Από την ίδια τη φύση τους και τη λειτουργία δεν μπορούν να ξεπεράσουν τα όρια του καπιταλιστικού καθεστώτος.
          Στη δεύτερη υπόσταση των εργαζομένων ανταποκρίνεται το πολιτικό κόμμα. Το επαναστατικό κόμμα της εργατικής τάξης.
          Συνεπώς η συνδικαλιστική πολιτική των εργαζομένων είναι ακριβώς η αστική πολιτική τους!
          Η ταξική συνείδηση, είναι η σοσιαλιστική συνείδηση, η συνείδηση που ανταποκρίνεται στην ιστορική υπόσταση της εργατικής τάξης. Η συνείδηση που απορρέει, ΟΧΙ αυτόματα, αλλά ενσταλάζεται από την επαναστατική πρωτοπορία στην εργατική τάξη, μέσα από τους αγώνες,  όχι τους συνδικαλιστικούς, αλλά τους πολιτικούς αγώνες που γεννιούνται από τις κοινωνικές συγκρούσεις στο σύνολο των παραγωγικών σχέσεων.
           Οι κοινωνικές συγκρούσεις (ταξικές) γεννιούνται στην περιοχή των παραγωγικών σχέσεων, αλλά ρυθμίζονται στο πολιτικό επίπεδο.
          Τα οικονομικά συμφέροντα, ωστόσο, των εργαζομένων, δηλαδή η συνδικαλιστική πάλη (αστική υπόσταση)  παίζουν αποφασιστικό ρόλο στην ταξική τους διαπαιδαγώγηση και συνειδητοποίηση.
          Χωρίς αυτή τη μίνιμουμ μορφή οργάνωσης και συνείδησης δεν μπορεί η εργατική τάξη να φτάσει απευθείας στην ιστορική και πολιτική της αυτοσυνείδηση. Η οικονομική, συνδικαλιστική πάλη προσφέρει καθοριστικά μαθήματα.
          1). Αποδείχνει ότι οι εργαζόμενοι έχουν κοινά συμφέροντα. Αποφασιστικός παράγοντας μαζικότητας των αγώνων.
          2). Δείχνει αυτούς που αντιτίθενται σε αυτά τα συμφέροντα, τους εχθρούς: Τα αφεντικά, το κράτος, την κυβέρνηση και τους ποικίλους και πολύχρωμους «βοηθούς» τους!!!
          3). Έτσι δημιουργείται μια πρώτη μορφή συλλογικής συνείδησης, που μπορεί να μην είναι επαναστατική, αλλά ΑΚΡΩΣ απαραίτητη, «μαγιά» για ανώτερες μορφές πολιτικής συνείδησης.
          Αυτά λοιπόν και τα πρώτα έμβρυα συλλογικής συνείδησης επιχειρεί να αλώσει η Νέα Τάξη. Η εισαγωγή-εισβολή ξένων εργατών αποδομεί και τους οικονομικούς όρους και τους πολιτικούς όρους οργάνωσης της τάξης.
          Αποδομεί και αλώνει τα συνδικάτα. Διότι μια κι αυτά είναι όργανα διαπραγμάτευσης της εργασίας με το κεφάλαιο, οι όροι αυτοί κονιορτοποιούνται αφού το κεφάλαιο έχει πληθώρα δούλων να χρησιμοποιήσει. Η δύναμη των οργανωμένων υπονομεύεται καταλυτικά. Τα συνδικάτα απομαζικοποιούνται και γίνονται σφραγίδες του κεφαλαίου, με μια γραφειοκρατία ολοκληρωτικά στην  υπηρεσία του κεφαλαίου. Καταντούν διακοσμητικά ντεκόρ που θα εγγράφουν αύριο εξαγορασμένους, αντί πινακίου φακής,  αλλοδαπούς που θα ψηφίζουν διατεταγμένα.
          Το τίναγμα των συνδικάτων στον αέρα, αυτής της ιστορικής κατάκτησης, ουσιαστικά τινάζει και τις προϋποθέσεις για στοιχειώδη πολιτική μορφή οργάνωσης του προλεταριάτου. Αφανίζεται και αυτή η «μαγιά» της συλλογικής συνείδησης.
          Οι εισαγώγιμοι αλλοδαποί δεν διαθέτουν ούτε αυτή τη μίνιμουμ συνδικαλιστική συνείδηση και ούτε υπάρχει καμιά δυνατότητα να την αποκτήσουν όταν αυτά τα όργανα πάλης κατεδαφίζονται.
          Αντιλαμβάνεται λοιπόν κανείς σε ποια οπισθοδρόμηση μας οδηγεί η εισβολή των νέων σκλάβων. Πίσω σε ιστορικά στάδια δουλείας!!! 

http://www.resaltomag.gr/197.mag


Η ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΕΝΟΣ ΧΡΥΣΑΥΓΙΤΗ

Ο Χάρης Κουσουμβρής υπήρξε στο παρελθόν ένα από τα ηγετικά στελέχη και ταμίας της Χρυσής Αυγής. Μέλος για 12 χρόνια, από το 1990, ο ίδιος αποκαλεί τον εαυτό του «στρατιώτη» της οργάνωσης παρά την υψηλή του θέση στην ιεραρχία.
Το όνομά του εμφανίζεται σε υποθέσεις, όπως αυτή του Περίανδρου, αλλά και σε άλλες δολοφονικές επιθέσεις και δράσεις της Χρυσής Αυγής. Μετά από 12 χρόνια ο Χάρης Κουσουμβρής αποχωρεί από τη Χρυσή Αυγή και το 2004 γράφει το βιβλίο με τίτλο «Γκρεμίζοντας το μύθο της Χρυσής Αυγής» αποκαλύπτοντας στοιχεία για τις δράσεις της ναζιστικής οργάνωσης, και παρουσιάζοντας τον εαυτό του ως μεταμελημένο και απογοητευμένο.
Ο παρακρατικός ρόλος της Χρυσής Αυγής, οι δολοφονικές επιθέσεις, η συνεργασία με τις αρχές, οι σχέσεις της Χρυσής Αυγής με το σύστημα και τις μυστικές υπηρεσίες, αλλά και τα αλληλοκαρφώματα και η σκοτεινή χρηματοδότηση της οργάνωσης, στην οποία εμπλέκει ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, και οι εθελοντές Χρυσαυγίτες στον πόλεμο της Σερβίας, είναι ορισμένα από αυτά που αποκαλύπτονται μέσα από το βιβλίο, αποσπάσματα του οποίου δημοσιεύει το tvxs.gr. Πολλά από αυτά είναι λίγο έως πολύ γνωστά σε αρκετούς, ωστόσο σε αυτήν την περίπτωση τα αποκαλύπτει ένα «πρωτοπαλίκαρο» του Μιχαλολιάκου. Στο τέλος έρχεται η εξομολόγηση ενός Χρυσαυγίτη που για χρόνια υπήρξε «φανατικός οπαδός ενός αστείου φυρερίσκου».

Στο βιβλίο «Γκρεμίζοντας το μύθο της Χρυσής Αυγής» ο Χάρης Κουσουμβρής αναφερόμενος στη χρηματοδότηση της οργάνωσης, εμπλέκει τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ. Στις ευρωεκλογές του 1999, που η Χρυσή Αυγή συνεργάστηκε με την Πρώτη Γραμμή του Πλεύρη, γράφει πως ο Νίκος Μιχαλολιάκος για τη χρηματοδότηση «εμμέσως μας έδωσε να  καταλάβουμε πως αρπαχτές γινόντουσαν απ’ όλους τους κομματικούς χώρους καταπώς συνέφερε τα δύο μεγάλα κόμματα, δηλαδή ΠΑΣΟΚ και ΝΔ».

«Σύμφωνα με τα όσα μας έλεγε ο ίδιος, μια τέτοια χρηματοδότηση θα εξυπηρετούσε την ιερότητα του αγώνα μας. Τελικά αναλωνόμασταν σε μια μεγάλη στημένη βρωμιά», αναφέρει και προσθέτει:

«Ήμουν μάρτυρας, όχι μόνο εγώ αλλά και πολύ άλλοι, όταν ο ίδιος ο αρχηγός μας (Μιχαλολιάκος) είχε στείλει να συνοδεύσουμε σε εκδήλωση της ΟΝΝΕΔ Βύρωνος τον Κ. Πλεύρη, όπου τον είχε καλεσμένο ο βουλευτής της ΝΔ, Χάρης Τομπούλογλου».

Σημειώνεται πως ο Χάρης Κουσουμβρής σε παλαιότερη συνέντευξή του στον Ταχυδρόμο όταν ρωτήθηκε «πως συντηρείται οικονομικά η οργάνωση» απάντησε: «Ως ταμίας της ΄΄Χρυσής Αυγής΄΄, είχα τη δυνατότητα να γνωρίζω ότι στο ταμείο δεν είχαμε ποτέ περισσότερα από 300-400 ευρώ. Με τα χρήματα αυτά δεν συντηρείται μια οργάνωση».

«Τότε ποιος την ενίσχυε;» συνέχισε ο δημοσιογράφος. «Το ποιος δεν το ξέρω με σιγουριά. Ξέρω όμως ότι το προεκλογικό μας υλικό για τις ευρωεκλογές είχε έρθει με δελτίο αποστολής από τα γραφεία μεγάλου κόμματος. Στη ΄΄Χρυσή Αυγή΄΄ μας εκμεταλλεύτηκαν. Υπάρχουμε για να εξυπηρετούμε σκοπιμότητες».

Οι εικόνες συνεργασίας μελών της Χρυσής Αυγής με τις αστυνομικές δυνάμεις είναι αρκετά γνώριμες. Ο Χάρης Κουσουμβρής στο βιβλίο του επισημαίνει ότι αυτό γινόταν κατ’ εντολή του «αρχηγού». (Σημειώνεται ότι ο Χάρης Κουσουμβρής τις περισσότερες φορές αναφέρεται στον Νίκο Μιχαλολιάκο με τον όρο «αρχηγός»).

Μία από τις φορές όπου αστυνομία και μέλη της Χρυσής Αυγής συνεργάστηκαν ήταν το 1995 κατά τη διάρκεια των διαδηλώσεων στο πλαίσιο της επετείου της 17ης Νοέμβρη όπου σημειώθηκαν εκτεταμένα επεισόδια. Μέλη της Χρυσής Αυγής συνέδραμαν τα ΜΑΤ ώστε να διαλυθεί η κατάληψη του Πολυτεχνείου. Αυτό το περιστατικό εξιστορεί και ο Χάρης Κουσουμβρής.

Ειδικότερα αναφέρει ότι τους δόθηκε εντολή από την «ηγεσία» να πάνε «μεμονωμένα» ως «αγανακτισμένοι πολίτες» να ενισχύσουν την προσπάθεια της αστυνομίας. Υπενθυμίζεται ότι το 1995 οι αστυνομικές δυνάμεις είχαν εισβάλει μέσα στο Πολυτεχνείο σπάζοντας το άσυλο, ενώ υπήρξαν και πολλές περιπτώσεις άγριου ξυλοδαρμού διαδηλωτών.
Όπως αναφέρει ο ίδιος από το 1998 και μετά έρχονται στο προσκήνιο «προδοσίες, χαφιεδιλίκια, κλίκες διεκδίκησης αξιωμάτων». Ο Χάρης Κουσουμβρής  ήταν ένας εκ των κατηγορουμένων στην «υπόθεση Περίανδρου». Όπως αναφέρει στο βιβλίο του παρά τις «υποσχέσεις» του τότε υπουργού Δημόσιας Τάξης Γ. Ρωμαίου προς το κοινό «ποτέ δεν εξεδόθη ένταλμα έρευνας για την οικία οποιουδήποτε». 
Ο Κουσουμβρής γράφει ότι ο «αρχηγός», για τον οποίο αναφέρει ότι ήταν «άριστος μηχανορράφος εκμεταλλευόμενος το συναίσθημα του καθενός διαιρώντας και βασιλεύοντας», του είπε ότι «είχε κάποιον άνθρωπο που τον προστατεύει και έτσι πάγωσε η υπόθεση του Περίανδρου και δεν τον κάλεσαν για κατάθεση τον ίδιο και φυσικά εμένα λόγω αυτού». 
Σημειώνεται ότι ο Χάρης Κουσουμβρής κατηγορεί έμμεσα τον Μιχαλολιάκο για τη σύλληψη του Ιωάννη Βουλδή για την υπόθεση, τον οποίο αναφέρει ως Ι.Β. Σύμφωνα με τον Κουσουμβρή ο Βουλδής συλλαμβάνεται έξω από τα γραφεία της Χρυσής Αυγής, όπου βρέθηκε ύστερα από εντολή του «αρχηγού» να ελέγξει την πόρτα των γραφείων. Οι αστυνομικοί είχαν μάθει ότι θα βρίσκεται εκεί ύστερα από ανώνυμο τηλεφώνημα. «Ποιος πήρε άραγε τηλέφωνο. Απόρρητο. Ο νοών νοήτω» γράφει.
Σε άλλο σημείο επισημαίνει ότι η Χρυσή Αυγή, ένα αυθεντικό παραμάγαζο, «δεν επιβιώνει με τις ίδιες δυνάμεις, με αυτοστήριξη αλλά με έξωθεν σκαλωσιές και δεκανίκια που οι κρατικοί μηχανισμοί της διαθέτουν». 
Αναφέρεται επίσης και στους Ηλία Παναγιώταρο (βουλευτή σήμερα της Χρυσής Αυγής) και Δημήτρη Ζαφειρόπουλο (εκδότης της εφημερίδας «Ελεύθερος Κόσμος») επισημαίνοντας τα «καρφώματα», τις δολοπλοκίες και τις σχέσεις τους με την Ασφάλεια. Εξάλλου όπως αναφέρει «ο Παναγιώταρος είναι προμηθευτής ενδύσεως των Σωμάτων Ασφαλείας».

Στις 20 Απριλίου του 2000 στο ξενοδοχείο Ιντερκοντινένταλ πραγματοποιείται συνέδριο επιχειρηματιών της Ελλάδας και της Τουρκίας στο πλαίσιο της «χρονιάς της ελληνοτουρκικής φιλίας». Μέλη της Χρυσής Αυγής συγκεντρώνονται έξω από το ξενοδοχείο και καίνε μια τουρκική σημαία. Μετά από λίγη ώρα οι Χρυσαυγίτες αποχωρούν. Την επομένη ο Κουσουμβρής ενημερώνεται από τον«αρχηγό» ότι οι Παναγιώταρος και Ζαφειρόπουλος έχουν συλληφθεί.
Ο ίδιος επικοινωνεί με τον Ζαφειρόπουλου, ο οποίος του λέει ότι δεν έχει συλληφθεί, όμως λίγη ώρα αργότερα η «προφητεία» του «αρχηγού» επιβεβαιώνεται και οι Παναγιώταρος και Ζαφειρόπουλος συλλαμβάνονται με την κατηγορία της «πρόκλησης συμμάχου χώρας και εξευτελισμού του εθνικού της συμβόλου». Ο Κουσουμβρής υπογραμμίζει ότι αν και οι Ζαφειρόπουλος και Παναγιώταρος είχαν συλληφθεί ωστόσο είχε κανονικά επικοινωνία μαζί τους καθώς είχαν ακόμα τα κινητά πάνω τους. Και συνεχίζει:

«Το ίδιο απόγευμα αφού οδηγήθηκαν στον εισαγγελέα στα δικαστήρια της σχολής Ευελπίδων, αφέθησαν ελεύθεροι. Το πως αφέθησαν ελεύθεροι χωρίς δίκη μιας και συνελήφθησαν μέσα στα πλαίσια του αυτοφώρου είναι άξιο απορίας. Τότε μας είπαν πως ο εισαγγελέας δεν τους απηύθυνε κατηγορίες. Απορίας άξιον είναι επίσης πως κλητευθύκαμε για κατάθεση στις 5 Οκτωβρίου του 2000 έξι μήνες μετά το συμβάν αφού ο εισαγγελέας δεν άσκησε ποινική δίωξη. Όλα αυτά είναι εύλογα ερωτήματα την στιγμή που τρία χρόνια μετά κλητευθήκαμε να δικαστούμε για αυτήν την υπόθεση»

Λίγο παρακάτω γράφει: «Τον Σεπτέμβριο του ίδιο έτους παρουσιαστήκαμε στα δικαστήρια της σχολής Ευελπίδων για την εκδίκαση της υποθέσεως που προανέφερα» (υπόθεση Περίανδρου) […] «Εκεί στους χώρους των δικαστηρίων εξεπλάγην όταν μπροστά στα μάτια μας ο Ζαφειρόπουλος με τον Παναγιώταρο είχαν μιας λείαν εγκάρδια συνομιλία με τον προϊστάμενο της προστασίας του πολιτεύματος (βασικό κατήγορό μας στην υπόθεση Ιντερκοντινέταλ). Τόσο πολιτισμένος διάλογος τόσο εγκάρδια μειδιάσματα; Τελικά κάποιοι έδιναν και κάποιοι έπαιρναν πολύ περισσότερα απ’ ό,τι θα μπορούσαμε να φανταστούμε!». 

Αναφορά στη σχέση του Ηλία Παναγιώταρου με την αστυνομία γίνεται και στην υπόθεση μαχαιρώματος του Πάρη Χρυσού, στις 16 Νοεμβρίου του 2002. Η εφημερίδα της Χρυσής Αυγής έγραψε μετά το περιστατικό ότι ο Παναγιώταρος έχει αναγνωριστεί για την υπόθεση, αλλά «έχει ισχυρό άλλοθι». Σημειώνεται πως το «άλλοθί του» ήταν πως υποστήριξε ότι βρισκόταν στο σπίτι του όταν δέχτηκε τηλεφώνημα από την αστυνομία. Για το μαχαίρωμα αναγνωρίστηκαν επίσης οι Παπαγεωργίου και Κουσουμβρής μέσω φωτογραφιών.
Ο Κουσουμβρής, που αρνείται οποιαδήποτε συμμετοχή στην υπόθεση, γράφει ότι «αμέσως μετά το μαχαίρωμα του Πάρη Χρυσού, ένας αστυνομικός τηλεφωνεί στο κινητό του Παναγιώταρου ρωτώντας τον ποιος το έκανε. (Γι’ αυτό άλλωστε η εφημερίδα Χρυσή Αυγή αναφέρει: Ύστερα από αστυνομικό έλεγχο. Τώρα τι αστυνομικός έλεγχος μπορεί να γίνει μέσω τηλεφώνου και με ποια άνεση κάποιος αστυνομικός σε παίρνει τηλέφωνο;). […] Τελικά δεν του απαγγέλθηκε καμία κατηγορία σε βάρος του, παρά την αναγνώριση του, καλύπτοντάς τον μάλιστα ο ασφαλίτης». 
Στις 10 Νοέμβρη του 2003 τα μέλη της Χρυσής Αυγής παρουσιάζονται στα δικαστήρια για την υπόθεση Ιντερκοντινένταλ (ο Κουσουμβρής είναι και πάλι ανάμεσα στους κατηγορούμενος). Οι Παναγιώταρος και Ζαφειρόπουλος, σύμφωνα με τον Κουσουμβρή, καταδικάζουν το κάψιμο της τουρκικής σημαίας.  «Την ίδια στιγμή που ο Παναγιώταρος κατακρίνει το κάψιμο της σημαίας […] πλουτίζει πουλώντας μπλούζες με τον δικέφαλο αετό να σκίζει την τουρκική σημαία. Το θράσος τους όμως δεν τελειώνει εκεί», σχολιάζει ο Κουσουμβρής.
«Η δίκη της 10ης Νοεμβρίου είχε να φανερώσει όμως κι άλλα στοιχεία που ναι μεν είχαν φανερωθεί κατά καιρούς, μιλάω για την εμφανή συμπάθεια και συνεργασία χρυσαυγιτών με κάποιους αστυνομικούς της κρατικής, που ποτέ οι ίδιοι οι αστυνομικοί δεν είχαν καταμαρτυρήσει», γράφει και καταλήγει: «Η δίκη της 10ης Νοεμβρίου όπως ήταν αναμενόμενο ανεβλήθη και ορίστηκε για τον ερχόμενο Ιούνιο οδεύοντας με γρηγορότερα βήματα για την παραγραφή».  
Μετά και την υπόθεση μαχαιρώματος του Πάρη Χρυσού, ο Χάρης Κουσουμβρής έρχεται σε ρήξη με τον «αρχηγό» και την «ηγεσία» της οργάνωσης και αποφασίζει να αποχωρήσει από τη Χρυσή Αυγή. «Έπρεπε να μείνω καθαρός βγαίνοντας από τη λάσπη που είχα βουτήξει όλα αυτά τα χρόνια» γράφει.
Την επομένη της αποχώρησής του ο Χάρης Κουσουμβρής κατηγορείται για ληστεία στην Καλαμάτα. Στο βιβλίο του αρνείται οποιαδήποτε συμμετοχή χαρακτηρίζοντας τα στοιχεία αναξιόπιστα. Ο Κουσουμβρής αναφέρει ότι η δίωξη του καθοδηγήθηκε από τη Χρυσή Αυγή, η οποία όπως υποστηρίζει ήθελε να τον εξαφανίσει, κάνοντας λόγο για στοιχεία που στήθηκαν από τις αρχές και το παρακράτος και σε «παιχνίδια ασφαλιτών και της παρακρατικής παρέας τους». Τελικά το Σεπτέμβριο του 2003 καταδικάζεται σε τέσσερα χρόνια και οκτώ μήνες φυλάκιση με δικαίωμα έφεσης ανασταλτικού χαρακτήρα.

Ο απολογισμός ενός Χρυσαυγίτη
«Ναι υπήρξα μέλος μιας οργάνωσης με ένα συγκεκριμένο χαρακτήρα. Δεν τον ονομάζω ιδεολογικό χαρακτήρα διότι δεν μπορείς να προσάψεις στην Χρυσή Αυγή συγκεκριμένο ιδεολογικό χαρακτήρα. Βρέθηκα στην ηλικία των 17 χρόνων ανάμεσα σε μια νεανική παρέα που νόμιζα ότι θα μπορούσε να αποτελέσει για μένα το λίκνο αναπτύξεως των εφηβικών μου οραμάτων, άμεσα συνδεδεμένων με τον συναισθηματισμό αυτής της ηλικίας.

[…]
Δυστυχώς  οι περιρρέουσες πολιτικές ισορροπίες σε τούτη την παραπαίουσα Κοινωνία είναι τόσο συγκεχυμένες που ώστε δεν κατάφεραν να διαφωτίσουν κατά πως έπρεπε έναν ανυποψίαστο έφηβο, προστατεύοντάς τον από τις «εξολισθήσεις»… Έτσι ο νέος που μικρός έπαιζε στις γειτονιές της Κυψέλης θέλησε να διασκεδάσει τις αγωνίες του εντασσόμενος σε μια αγέλη, η οποία απ’ ό,τι φάνηκε εμφανιζόταν μασκαρεμένη

Σαφώς και δεν αποζητώ συγχωροχάρτια! Σαφώς και θεωρώ ότι η εφηβική αφέλεια δεν συνιστά και λόγο αφέσεως αμαρτιών την στιγμή που η ίδια η ηλεκτρονική εποχή μας εφόσον σου παρέχει όλες τις δυνατότητες ενημερώσεως δεν συγχωρεί άγνοια… Αλλά ο αναμάρτητος….

[…]

Ήμουν πολύ μικρός για να καταλάβω πόσο ύπουλα το διεφθαρμένο Σύστημα, προκειμένου να κυριαρχήσει πάνω στις ανόητες μάζες κατασκεύαζε αντιπαλότητες… Πόσο στυγνά μετέτρεπε τους ανθρώπους σε πεζοδρομιακές φατρίες προκειμένου να κυριαρχεί πάνω στα συντρίμμια τους κι έτσι ελάχιστες μεγαλοαστικές συμμορίες να σκυλεύουν πτώματα και πατώντας επί πτωμάτων να ευημερούν πάνω στη δυστυχία των ηλίθιων. Σπούδασα τη μικρότητα αυτού του Συστήματος κι ευτυχώς κάλιο αργά παρά ποτέ κατάλαβα ότι το Σύστημα αυτό δεν είναι απρόσωπο αλλά καθρεφτίζεται με το είδωλο όλων όσων ηθελημένα ή αθέλητα συμμετέχουν στην τεχνητή «αντιπαλότητα» των δήθεν ιδεολογικών ‘Παρατάξεων’ των οποίων οι συγκρούσεις καταλήγουν στην εδραίωση της κυριαρχίας των ολίγων…
[…]

Οι πεινασμένοι να αλληλοσπαράσσονται για να κυριαρχούν οι πλουτοκράτες και οι προστάτες τους τα καλοφαγωμένα μαντρόσκυλα του σάπιου αστικού Συστήματος! Καλός μαλάκας θα μου πει κανείς ήμουνα… Ίσως ναι ίσως όχι!

Εκείνο που θυμάμαι είναι κάποιες αξίες να με ωθούν ανεξέλεγκτα μέσα σε ένα ρεύμα ανάξιας καθημερινότητας που άλλοι διαμόρφωναν για μένα. Κάποιοι επιτήδειοι με έσπρωχναν σε τεχνητές και ανάξιες αντιπαλότητες κι ένας από αυτούς σίγουρα ήταν και ένας κομπλεξικός που ήθελε να καλύψει τις απελπιστικές υπαρξιακές του ανασφάλειες στήνοντάς γύρω του μιαν αυλή μαριονετών η οποία θα του προσέδιδε λόγο υπάρξεως. Κι αυτός δεν ήταν παρά ένα πιόνι του Συστήματος το οποίο παράγει αβαντάρει και διαθέτει κάμποσα τέτοια πιόνια.

[…]

Ε λοιπόν έχω το θάρρος να πω ότι είχα πέσει κι εγώ στη παγίδα του κατασκευασμένου φανατικού οπαδού ενός αστείου ‘φυρερίσκου’ ενός πλάσματος που αν η Κοινωνία είχε στοιχειώδη ευθιξία θα τον είχε κλείσει σε κλουβί και τα τον περιέφερε στις γειτονιές να διασκεδάζουν οι θλιμμένοι δανειολήπτες! Ναι σε μια κοινωνία που το Σύστημα υποχρεώνει τους ηλίθιους υπηκόους του σε ισόβια τοκογλυφική αφαίμαξη, εγώ ο μεροκαματιάρης κατευθυνόμουν από έναν μισότρελλο ‘γκουρού’ εναντίον άλλων μεροκαματιάρηδων γιατί έτσι το ήθελε η ‘ιδεολογία’ η μάλλον τα ανομολόγητα βιοποριστικά συμφέροντα του ‘γκουρού’ ο οποίο βέβαια ποτέ δεν έμαθε τι θα πει μεροκάματο.

[…]

Τι αντιπροσώπευε για μένα αυτή η θλιβερή προσωπικότητα; Στην αρχή τα πάντα, όχι γιατί με έπεισε έστω και μια στιγμή για την αξία που ποτέ δεν είχε αλλά διότι έβλεπα πολλούς σαν και μένα να την πλαισιώνουν πιστεύοντας όπως κι εγώ ότι αντιπροσώπευε κάποιες αξιες. Έλεγα ‘δεν είναι δυνατόν για να είναι όλοι αυτοί γύρω του αξίζει!’ και έτσι υπάκουα στις προβοκατόρικες διαταγές του χωρίς να τις κρίνω. Ήμουν στρατιώτης τους κι ήξερα πως ο στρατιώτης δεν κρίνει αλλά υπακούει!».

http://tvxs.gr/news/ellada/gkremizontas-mytho-tis-xrysis-aygis-i-eksomologisi-enos-xrysaygiti